μνήστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mnistor
|Transliteration C=mnistor
|Beta Code=mnh/stwr
|Beta Code=mnh/stwr
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[mindful of]], τινος <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>180</span> (lyr.).</span>
|Definition=-ορος, ὁ, [[mindful of]], τινος A.''Th.''180 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0196.png Seite 196]] ορος, ὁ, poet, = [[μνηστήρ]], auch = eingedenk, [[ὀργίων]] μνήστορες [[ἔστε]] μοι, Aesch. Spt. 163.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0196.png Seite 196]] ορος, ὁ, poet, = [[μνηστήρ]], auch = eingedenk, [[ὀργίων]] μνήστορες [[ἔστε]] μοι, Aesch. Spt. 163.
}}
{{bailly
|btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui pense à, qui se souvient de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μνήστωρ:''' ορος adj. [[μνάομαι]] I] помнящий ([[πόλεος]] [[ὀργίων]] μνήστορες [[ἐστέ]] μοι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μνήστωρ''': -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος [[περί]] τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ.
|lstext='''μνήστωρ''': -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος [[περί]] τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ.
}}
{{bailly
|btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui pense à, qui se souvient de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μνήστωρ]], -ορος, ὁ (ΑΜ)<br />μνηστευμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται [[κάτι]], αυτός που έχει [[κάτι]] στο [[μυαλό]] του<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ μνήστορες</i><br />(στον Όμηρο) οι μνηστήρες της Πηνελόπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνησ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>μνησ</i>-<i>α</i>, αόρ. του <i>μνῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. <i>μιάσ</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=[[μνήστωρ]], -ορος, ὁ (ΑΜ)<br />μνηστευμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται [[κάτι]], αυτός που έχει [[κάτι]] στο [[μυαλό]] του<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ μνήστορες</i><br />(στον Όμηρο) οι μνηστήρες της Πηνελόπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνησ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>μνησ</i>-<i>α</i>, αόρ. του <i>μνῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[μιάστωρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνήστωρ:''' -ορος, ὁ ([[μνάομαι]]), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μνήστωρ:''' -ορος, ὁ ([[μνάομαι]]), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μνήστωρ:''' ορος adj. [[μνάομαι]] I] помнящий ([[πόλεος]] [[ὀργίων]] μνήστορες [[ἐστέ]] μοι Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μνήστωρ]], ορος, ὁ, [[μνάομαι]]<br />[[mindful]] of, τινός Aesch.
|mdlsjtxt=[[μνήστωρ]], ορος, ὁ, [[μνάομαι]]<br />[[mindful]] of, τινός Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνήστωρ Medium diacritics: μνήστωρ Low diacritics: μνήστωρ Capitals: ΜΝΗΣΤΩΡ
Transliteration A: mnḗstōr Transliteration B: mnēstōr Transliteration C: mnistor Beta Code: mnh/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, mindful of, τινος A.Th.180 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 196] ορος, ὁ, poet, = μνηστήρ, auch = eingedenk, ὀργίων μνήστορες ἔστε μοι, Aesch. Spt. 163.

French (Bailly abrégé)

ορος;
adj. m.
qui pense à, qui se souvient de, gén..
Étymologie: μνάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μνήστωρ: ορος adj. μνάομαι I] помнящий (πόλεος ὀργίων μνήστορες ἐστέ μοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μνήστωρ: -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος περί τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ.

Greek Monolingual

μνήστωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ)
μνηστευμένος
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται κάτι, αυτός που έχει κάτι στο μυαλό του
2. στον πληθ. οἱ μνήστορες
(στον Όμηρο) οι μνηστήρες της Πηνελόπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. -μνησ-α, αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τωρ (πρβλ. μιάστωρ)].

Greek Monotonic

μνήστωρ: -ορος, ὁ (μνάομαι), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή κάτι, τινός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μνήστωρ, ορος, ὁ, μνάομαι
mindful of, τινός Aesch.