τετρακέρατος: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetrakeratos | |Transliteration C=tetrakeratos | ||
|Beta Code=tetrake/ratos | |Beta Code=tetrake/ratos | ||
|Definition= | |Definition=τετρακέρατον, [[four-horned]], Orph.''Fr.''77. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετρακέρατος''': -ον, = [[τετράκερως]], Νεῖλ. 164D, Achmes Ὀνειροκρ. 238, σ. 214. 2) ὁ τεσσάρων κερατίων, Θεοφάν. 757, 6, Κεδρ. ΙΙ, 38. 14. | |lstext='''τετρακέρατος''': -ον, = [[τετράκερως]], Νεῖλ. 164D, Achmes Ὀνειροκρ. 238, σ. 214. 2) ὁ τεσσάρων κερατίων, Θεοφάν. 757, 6, Κεδρ. ΙΙ, 38. 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τετρακέρατος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] κέρατα<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] κεραίες<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που αξίζει [[τέσσερα]] κεράτια, [[τέσσερα]] καράτια («ἐπὶ τόκῳ τετρακεράτῳ τὸ [[νόμισμα]] ἀνὰ χρυσίου λιτρῶν [[δώδεκα]]», Θεοφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-<i>κέρατος</i>. Ο τ. με τη μσν. σημ. «αυτός που αξίζει [[τέσσερα]] καράτια» <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κεράτιον]] «[[καράτι]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:19, 25 August 2023
English (LSJ)
τετρακέρατον, four-horned, Orph.Fr.77.
German (Pape)
[Seite 1097] = Folgdm, Schol. Nic. Th. 261.
Greek (Liddell-Scott)
τετρακέρατος: -ον, = τετράκερως, Νεῖλ. 164D, Achmes Ὀνειροκρ. 238, σ. 214. 2) ὁ τεσσάρων κερατίων, Θεοφάν. 757, 6, Κεδρ. ΙΙ, 38. 14.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετρακέρατος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τέσσερα κέρατα
νεοελλ.
αυτός που έχει τέσσερεις κεραίες
μσν.
αυτός που αξίζει τέσσερα κεράτια, τέσσερα καράτια («ἐπὶ τόκῳ τετρακεράτῳ τὸ νόμισμα ἀνὰ χρυσίου λιτρῶν δώδεκα», Θεοφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος), πρβλ. δι-κέρατος. Ο τ. με τη μσν. σημ. «αυτός που αξίζει τέσσερα καράτια» < τετρ(α)- + κεράτιον «καράτι»].