μινυρισμός: Difference between revisions

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=minyrismos
|Transliteration C=minyrismos
|Beta Code=minurismo/s
|Beta Code=minurismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">moaning, warbling</b>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>106</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[moaning]], [[warbling]], Sch.Ar.''Th.''106.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] ὁ, das Wimmern, Girren, Schol. Ar. Th. 106.
}}
{{ls
|lstext='''μῐνῠρισμός''': ὁ, τὸ μινυρίζειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Θεσμ. 106.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μινυρισμός]]) [[μινυρίζω]]<br />το να τραγουδά ή να κλαίει [[κάποιος]] με σιγανή [[φωνή]], [[σιγοτραγούδημα]] ή [[κλαψούρισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />λυπητερό [[τραγούδι]] («ηκούετο ο [[μινυρισμός]] τών αηδόνων εις το [[δάσος]]», Παπαδ.).
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνυρισμός Medium diacritics: μινυρισμός Low diacritics: μινυρισμός Capitals: ΜΙΝΥΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: minyrismós Transliteration B: minyrismos Transliteration C: minyrismos Beta Code: minurismo/s

English (LSJ)

ὁ, moaning, warbling, Sch.Ar.Th.106.

German (Pape)

[Seite 188] ὁ, das Wimmern, Girren, Schol. Ar. Th. 106.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠρισμός: ὁ, τὸ μινυρίζειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Θεσμ. 106.

Greek Monolingual

ο (Α μινυρισμός) μινυρίζω
το να τραγουδά ή να κλαίει κάποιος με σιγανή φωνή, σιγοτραγούδημα ή κλαψούρισμα
νεοελλ.
λυπητερό τραγούδι («ηκούετο ο μινυρισμός τών αηδόνων εις το δάσος», Παπαδ.).