δίκαρπος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(9)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dikarpos
|Transliteration C=dikarpos
|Beta Code=di/karpos
|Beta Code=di/karpos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing two crops</b>, γῆ <span class="bibl">Str. 17.3.11</span>.</span>
|Definition=δίκαρπον, [[bearing two crops]], γῆ Str. 17.3.11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />agr. [[que fructifica dos veces al año]], [[de dos cosechas]] de plantas, Thphr.<i>HP</i> 3.4.4, γῆ Str.17.3.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίκαρπος''': -ον, ὁ δὶς τοῦ ἔτους καρποφορῶν, Λατ. biferus, Στράβων 831.
|lstext='''δίκαρπος''': -ον, ὁ δὶς τοῦ ἔτους καρποφορῶν, Λατ. biferus, Στράβων 831.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />agr. [[que fructifica dos veces al año]], [[de dos cosechas]] de plantas, Thphr.<i>HP</i> 3.4.4, γῆ Str.17.3.11.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίκαρπος]], -ον)<br />αυτός που παράγει καρπούς δύο φορές τον χρόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (για βολβούς) αυτός που παράγει δύο βλαστούς τον ένα [[μετά]] τον [[άλλο]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίκαρπος]], -ον)<br />αυτός που παράγει καρπούς δύο φορές τον χρόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (για βολβούς) αυτός που παράγει δύο βλαστούς τον ένα [[μετά]] τον [[άλλο]].
}}
}}