ἀντανακοπή: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antanakopi | |Transliteration C=antanakopi | ||
|Beta Code=a)ntanakoph/ | |Beta Code=a)ntanakoph/ | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[recoil]], κυμάτων Arist.''Mu.''396a19. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆς, ἡ [[retroceso]] κυμάτων Arist.<i>Mu</i>.396<sup>a</sup>19. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0244.png Seite 244]] , gegenseitiges Zurückschlagen, Zurück prallen, von Wellen, Arist. mund. 4, 31. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0244.png Seite 244]], gegenseitiges Zurückschlagen, Zurück prallen, von Wellen, Arist. mund. 4, 31. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντανακοπή:''' ἡ [[отражение]], [[отскакивание]] (κυμάτων Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντανακοπή''': ἡ, ἡ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[ἀνακοπή]], [[ὑποστροφή]], κυμάτων Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 33. | |lstext='''ἀντανακοπή''': ἡ, ἡ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[ἀνακοπή]], [[ὑποστροφή]], κυμάτων Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 33. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀντανακοπή]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ανακοπή]] την οποία ασκεί [[κάποιος]] [[εναντίον]] μιας δικαστικής απόφασης και της ανακοπής που έχει γίνει [[εναντίον]] της<br /><b>αρχ.</b><br />(για κύματα) η [[αναδίπλωση]]. | |mltxt=η (Α [[ἀντανακοπή]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ανακοπή]] την οποία ασκεί [[κάποιος]] [[εναντίον]] μιας δικαστικής απόφασης και της ανακοπής που έχει γίνει [[εναντίον]] της<br /><b>αρχ.</b><br />(για κύματα) η [[αναδίπλωση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:27, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, recoil, κυμάτων Arist.Mu.396a19.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ retroceso κυμάτων Arist.Mu.396a19.
German (Pape)
[Seite 244], gegenseitiges Zurückschlagen, Zurück prallen, von Wellen, Arist. mund. 4, 31.
Russian (Dvoretsky)
ἀντανακοπή: ἡ отражение, отскакивание (κυμάτων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντανακοπή: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ἀνακοπή, ὑποστροφή, κυμάτων Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 33.
Greek Monolingual
η (Α ἀντανακοπή)
νεοελλ.
η ανακοπή την οποία ασκεί κάποιος εναντίον μιας δικαστικής απόφασης και της ανακοπής που έχει γίνει εναντίον της
αρχ.
(για κύματα) η αναδίπλωση.