ἀναβαπτίζω: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anavaptizo | |Transliteration C=anavaptizo | ||
|Beta Code=a)nabapti/zw | |Beta Code=a)nabapti/zw | ||
|Definition=[[sink]], [[ναῦς]] cj. in | |Definition=[[sink]], [[ναῦς]] cj. in Plu.''Marc.''15. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:28, 25 August 2023
English (LSJ)
sink, ναῦς cj. in Plu.Marc.15.
Spanish (DGE)
1 meter en el agua, hundir τὰς δὲ (ναῦς) ... ὀρθὰς ἐπὶ πρύμναν ἀνεβάπτιζον Plu.Marc.15.
2 bautizar de nuevo cuando un bautismo anterior no es válido, rebautizar en v. pas. μόνον γὰρ οἱ αἱρετικοὶ ἀναβαπτίζονται Cyr.H.Procatech.7, cf. Epiph.Const.Exp.Fid.13.
German (Pape)
[Seite 180] wiederholt untertauchen, Plut. Pomp. 11 Marcell. 15.
French (Bailly abrégé)
plonger de nouveau.
Étymologie: ἀνά, βαπτίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβαπτίζω: вновь или многократно погружать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβαπτίζω: -ίσω, -ιῶ, βυθίζω ἐπανειλημμένως, Πλουτ. Πομπ. 11. ΙΙ. ἐκ νέου βαπτίζω, Διονυσ. παρ’ Εὐσέβ. Ἱ. Ἐκλ. 7. 5, 4: «ἡ ἀνὰ πρόθεσις δευτέρωμά τι δηλοῖ, ὡς ἐν τῷ ἀναβαπτίζειν φαίνεται» Εὐστ. Ἰλ. σ. 80: ― ἀναβάπτισις, εως, ἡ, καὶ ἀναβάπτισμα, τό, τὸ ἀναβαπτίζειν, δεύτερον βάπτισμα παρὰ Σουϊκερ (Suicer) καὶ Δουκαγγ.
Greek Monolingual
(Α ἀναβαπτίζω)
βαπτίζω εκ νέου, ξαναβαφτίζω
νεοελλ.
ανακαινίζω, ανακαθαίρω με νέο βάπτισμα
αρχ.
βυθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βαπτίζω.
ΠΑΡ. αναβαπτισμός μσν.-νεοελλ. αναβάπτισις (-η), αναβάπτισμα νεοελλ. αναβαπτιστής].
Greek Monotonic
ἀναβαπτίζω: μέλ. -σω, βυθίζω επανειλημμένα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
to dip repeatedly, Plut.