σησάμη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sisami
|Transliteration C=sisami
|Beta Code=shsa/mh
|Beta Code=shsa/mh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sesame, Sesamum indicum</b>, <span class="bibl">Gp.3.2.4</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[sesame]], [[Sesamum indicum]], Gp.3.2.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0876.png Seite 876]] ἡ, Sesam, ein orientalisches Schotengewächs, aus dessen Frucht [[σήσαμον]] noch jetzt im Orient ein Oel gepreßt wird; auch der Saamen wird dort wie Reis gekocht u. häufig gegessen; Sp.; nach Theophr. auch ἡ [[σήσαμος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0876.png Seite 876]] ἡ, Sesam, ein orientalisches Schotengewächs, aus dessen Frucht [[σήσαμον]] noch jetzt im Orient ein Oel gepreßt wird; auch der Saamen wird dort wie Reis gekocht u. häufig gegessen; Sp.; nach Theophr. auch ἡ [[σήσαμος]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sésame, <i>plante oléagineuse</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σήσαμον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σησάμη''': [ᾰ], ἡ, ἡ «σουσαμιά», [[φυτόν]] τι ὀσπριοφόρον τῆς ἀνατολῆς, ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ ὁποίου ([[σήσαμον]]) ἔτι καὶ νῦν ἐξάγεται [[ἔλαιον]] (τὸ «σησαμόλᾳδο»)· ὁ [[καρπὸς]] [[πολλάκις]] ψήνεται καὶ τρώγεται ὡς ἡ [[ὄρυζα]], Γεωπ. 3. 2· πρβλ. [[σησαμῆ]], -μίς, -όεις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σησάμη]]· [[σησαμίς]]. καὶ [[πλακοῦς]] ἐκ σησάμης».
|lstext='''σησάμη''': [ᾰ], ἡ, ἡ «σουσαμιά», [[φυτόν]] τι ὀσπριοφόρον τῆς ἀνατολῆς, ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ ὁποίου ([[σήσαμον]]) ἔτι καὶ νῦν ἐξάγεται [[ἔλαιον]] (τὸ «σησαμόλᾳδο»)· ὁ [[καρπὸς]] [[πολλάκις]] ψήνεται καὶ τρώγεται ὡς ἡ [[ὄρυζα]], Γεωπ. 3. 2· πρβλ. [[σησαμῆ]], -μίς, -όεις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σησάμη]]· [[σησαμίς]]. καὶ [[πλακοῦς]] ἐκ σησάμης».
}}
{{grml
|mltxt=ἡ Μ<br />το [[φυτό]] [[σήσαμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[σήσαμον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σησάμη:''' [ᾰ], ἡ, [[σησάμη]] ([[σουσαμιά]]), [[φυτό]] από τον καρπό του οποίου ([[σήσαμον]]) εξαγόταν [[κατόπιν]] εκθλίψεως είδος λαδιού, το [[σησαμέλαιο]]. (άγν. προέλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σησᾰ́μη, ἡ,<br />[[sesame]], a [[plant]], from the [[fruit]] of [[which]] ([[σήσαμον]]) an oil was pressed. [deriv. uncertain]
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμη Medium diacritics: σησάμη Low diacritics: σησάμη Capitals: ΣΗΣΑΜΗ
Transliteration A: sēsámē Transliteration B: sēsamē Transliteration C: sisami Beta Code: shsa/mh

English (LSJ)

ἡ, sesame, Sesamum indicum, Gp.3.2.4.

German (Pape)

[Seite 876] ἡ, Sesam, ein orientalisches Schotengewächs, aus dessen Frucht σήσαμον noch jetzt im Orient ein Oel gepreßt wird; auch der Saamen wird dort wie Reis gekocht u. häufig gegessen; Sp.; nach Theophr. auch ἡ σήσαμος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sésame, plante oléagineuse.
Étymologie: σήσαμον.

Greek (Liddell-Scott)

σησάμη: [ᾰ], ἡ, ἡ «σουσαμιά», φυτόν τι ὀσπριοφόρον τῆς ἀνατολῆς, ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ ὁποίου (σήσαμον) ἔτι καὶ νῦν ἐξάγεται ἔλαιον (τὸ «σησαμόλᾳδο»)· ὁ καρπὸς πολλάκις ψήνεται καὶ τρώγεται ὡς ἡ ὄρυζα, Γεωπ. 3. 2· πρβλ. σησαμῆ, -μίς, -όεις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σησάμη· σησαμίς. καὶ πλακοῦς ἐκ σησάμης».

Greek Monolingual

ἡ Μ
το φυτό σήσαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του σήσαμον.

Greek Monotonic

σησάμη: [ᾰ], ἡ, σησάμη (σουσαμιά), φυτό από τον καρπό του οποίου (σήσαμον) εξαγόταν κατόπιν εκθλίψεως είδος λαδιού, το σησαμέλαιο. (άγν. προέλ.).

Middle Liddell

σησᾰ́μη, ἡ,
sesame, a plant, from the fruit of which (σήσαμον) an oil was pressed. [deriv. uncertain]