δεκατώνης: Difference between revisions
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dekatonis | |Transliteration C=dekatonis | ||
|Beta Code=dekatw/nhs | |Beta Code=dekatw/nhs | ||
|Definition= | |Definition=δεκατώνου, ὁ, [[tithe-farmer]], Anaxil.8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δεκᾰτώνης) -ου, ὁ [[cobrador del diezmo]], [[recaudador del diezmo]] Anaxil.7, <i>TAM</i> 2.1.19 (Telmeso II a.C.), Poll.6.128. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεκατώνης''': -ου, ὁ, ἐνοικιαστὴς τῆς δεκάτης, Ἀναξίλ. Γλαυκ. 1 (Πολυδ. Θ΄, 29). | |lstext='''δεκατώνης''': -ου, ὁ, ἐνοικιαστὴς τῆς δεκάτης, Ἀναξίλ. Γλαυκ. 1 (Πολυδ. Θ΄, 29). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεκατώνης]], ο (Α)<br />ο [[ενοικιαστής]] του φόρου της δεκάτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεκάτη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]» ( | |mltxt=[[δεκατώνης]], ο (Α)<br />ο [[ενοικιαστής]] του φόρου της δεκάτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεκάτη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]» ([[πρβλ]]. [[ισχαδώνης]], [[σιτώνης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 25 August 2023
English (LSJ)
δεκατώνου, ὁ, tithe-farmer, Anaxil.8.
Spanish (DGE)
(δεκᾰτώνης) -ου, ὁ cobrador del diezmo, recaudador del diezmo Anaxil.7, TAM 2.1.19 (Telmeso II a.C.), Poll.6.128.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, der Zehendpächter, Anaxil. Poll. 9, 29.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατώνης: -ου, ὁ, ἐνοικιαστὴς τῆς δεκάτης, Ἀναξίλ. Γλαυκ. 1 (Πολυδ. Θ΄, 29).
Greek Monolingual
δεκατώνης, ο (Α)
ο ενοικιαστής του φόρου της δεκάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. ισχαδώνης, σιτώνης)].