ἀποδεκατίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apodekatizo
|Transliteration C=apodekatizo
|Beta Code=a)podekati/zw
|Beta Code=a)podekati/zw
|Definition== sq., δεκάτην <span class="bibl">LXX <span class="title">To.</span>1.7</span>.
|Definition== [[ἀποδεκατόω]], δεκάτην LXX To. 1.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀποδεκατίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιφέρω]] [[μεγάλη]] [[καταστροφή]], [[φθορά]] σε πληθυσμό ή [[αγέλη]] ζώων<br /><b>αρχ.</b><br />[[παίρνω]] το δέκατο ενός είδους, [[εισπράττω]] τη [[δεκάτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεκατίζω]] (μόνο σε [[σύνθεση]], στην αρχ. ελλην.) <span style="color: red;"><</span> [[δέκατος]], -<i>η</i> -<i>ον</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέκα]].
|mltxt=(AM [[ἀποδεκατίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιφέρω]] [[μεγάλη]] [[καταστροφή]], [[φθορά]] σε πληθυσμό ή [[αγέλη]] ζώων<br /><b>αρχ.</b><br />[[παίρνω]] το δέκατο ενός είδους, [[εισπράττω]] τη [[δεκάτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεκατίζω]] (μόνο σε [[σύνθεση]], στην αρχ. ελλην.) <span style="color: red;"><</span> [[δέκατος]], -<i>η</i> -<i>ον</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέκα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεκᾰτίζω Medium diacritics: ἀποδεκατίζω Low diacritics: αποδεκατίζω Capitals: ΑΠΟΔΕΚΑΤΙΖΩ
Transliteration A: apodekatízō Transliteration B: apodekatizō Transliteration C: apodekatizo Beta Code: a)podekati/zw

English (LSJ)

ἀποδεκατόω, δεκάτην LXX To. 1.7.

Greek Monolingual

(AM ἀποδεκατίζω)
νεοελλ.
επιφέρω μεγάλη καταστροφή, φθορά σε πληθυσμό ή αγέλη ζώων
αρχ.
παίρνω το δέκατο ενός είδους, εισπράττω τη δεκάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δεκατίζω (μόνο σε σύνθεση, στην αρχ. ελλην.) < δέκατος, -η -ον < δέκα.