σγουρός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sgouros
|Transliteration C=sgouros
|Beta Code=sgouro/s
|Beta Code=sgouro/s
|Definition=ά, όν, [[curly]], <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>12.801</span>.
|Definition=ά, όν, [[curly]], Tz.''H.''12.801.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 12:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σγουρός Medium diacritics: σγουρός Low diacritics: σγουρός Capitals: ΣΓΟΥΡΟΣ
Transliteration A: sgourós Transliteration B: sgouros Transliteration C: sgouros Beta Code: sgouro/s

English (LSJ)

ά, όν, curly, Tz.H.12.801.

Greek (Liddell-Scott)

σγουρός: -ά, -όν, σκοτεινός, μελανός, λέξις Βυζαντ.· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σγουρός, -ά, -όν, ΝΜ
βοστρυχωτός, κατσαρός
νεοελλ.
σγουρομάλλης
μσν.
σκοτεινός, μελανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το επίθ. σχηματίστηκε από το αρχ. γυρός «στρογγυλός, κεκαμμένος» με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος). Κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται σε αμάρτυρο σβουρός κατ' αποκοπή < σβουρόμαλλος (πρβλ. ἀψύς < ἀψί-θυμος)
βλ. λ. σγουρομάλλης. Κατ' άλλους, τέλος, πιθ. < αρχ. δίυγρος «υγρός, πλήρης»].