ἀνασκοπή: Difference between revisions
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaskopi | |Transliteration C=anaskopi | ||
|Beta Code=a)naskoph/ | |Beta Code=a)naskoph/ | ||
|Definition=ἡ, [[consideration]], Timo | |Definition=ἡ, [[consideration]], Timo 61. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, consideration, Timo 61.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
consideración, atención γραμματική, τῆς οὔ τις ἀνασκοπὴ οὐδ' ἀνάθρησις Timo 61.
German (Pape)
[Seite 207] ἡ, Betrachtung, Untersuchung, Sext. Emp.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασκοπή: ἡ рассмотрение, исследование Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκοπή: ἡ, ἐξέτασις, ἔρευνα, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμματικ. σ. 227.
Greek Monolingual
η (Α ἀνασκοπή)
1. λεπτομερέστερη εξέταση, επανεξέταση, αναθεώρηση
2. αναλογισμός της ευθύνης, επιφύλαξη, δισταγμός
αρχ.
σκέψη, στοχασμός, εξέταση, μελέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σκοπή «προσεκτική παρατήρηση» < σκέπτομαι.