παραρτύω: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parartyo | |Transliteration C=parartyo | ||
|Beta Code=parartu/w | |Beta Code=parartu/w | ||
|Definition=of food, < | |Definition=of food,<br><span class="bld">A</span> [[season]], Id.2.477,483 (Pass.): metaph., ἱστορίαις π. τὴν ποίησιν Eust.100.30.<br><span class="bld">II</span> Med., [[get ready]], Plu.''Luc.''7. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0497.png Seite 497]] Speisen bereiten, würzen, Philo; u. allgemeiner, wie [[παραρτίζομαι]], im med., [[ναῦς]] ὅπλων καὶ βελῶν παραρτυσάμενος, Plut. Lucull. 7. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=préparer des aliments, <i>particul.</i> assaisonner;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[παραρτύομαι]] garnir, équiper : τινος de qch.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀρτύω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραρτύω''': ἐπὶ τροφῆς, [[ἡδύνω]] διὰ προσθέτων ἀρτυμάτων, Φίλων 2.477, κτλ. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 7 (κοινῶς παραρτισάμενοι). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br />[[νοστιμεύω]] [[φαγητό]] με την [[προσθήκη]] καρυκευμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[νοστιμεύω]], [[ομορφαίνω]] [[κάτι]] («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παραρτύομαι</i><br />ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀρτύω]] «[[καρυκεύω]], [[παρασκευάζω]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραρτύω:''' λέγεται για [[τροφή]], [[νοστιμίζω]] με την [[προσθήκη]] άλλων υλικών, κάνω [[κάτι]] πικάντικο. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=of [[food]], to [[season]] by additions. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
of food,
A season, Id.2.477,483 (Pass.): metaph., ἱστορίαις π. τὴν ποίησιν Eust.100.30.
II Med., get ready, Plu.Luc.7.
German (Pape)
[Seite 497] Speisen bereiten, würzen, Philo; u. allgemeiner, wie παραρτίζομαι, im med., ναῦς ὅπλων καὶ βελῶν παραρτυσάμενος, Plut. Lucull. 7.
French (Bailly abrégé)
préparer des aliments, particul. assaisonner;
Moy. παραρτύομαι garnir, équiper : τινος de qch.
Étymologie: παρά, ἀρτύω.
Greek (Liddell-Scott)
παραρτύω: ἐπὶ τροφῆς, ἡδύνω διὰ προσθέτων ἀρτυμάτων, Φίλων 2.477, κτλ. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 7 (κοινῶς παραρτισάμενοι).
Greek Monolingual
ΜΑ
νοστιμεύω φαγητό με την προσθήκη καρυκευμάτων
μσν.
μτφ. νοστιμεύω, ομορφαίνω κάτι («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», Ευστ.)
αρχ.
μέσ. παραρτύομαι
ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀρτύω «καρυκεύω, παρασκευάζω»].
Greek Monotonic
παραρτύω: λέγεται για τροφή, νοστιμίζω με την προσθήκη άλλων υλικών, κάνω κάτι πικάντικο.