ἀκανθολόγος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akanthologos | |Transliteration C=akanthologos | ||
|Beta Code=a)kanqolo/gos | |Beta Code=a)kanqolo/gos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκανθολόγον, [[gathering thorns]], nickname of quibblers (cf. [[ἄκανθα]] 7), ''AP''11.20 (Antip. Thess.), 347 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκανθολόγον, gathering thorns, nickname of quibblers (cf. ἄκανθα 7), AP11.20 (Antip. Thess.), 347 (Phil.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que escoge asuntos espinosos ποιηταί AP 11.20 (Antip.Thess.), 347 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui recherche des arguties (litt. des épines).
Étymologie: ἄκανθα, λέγω².
German (Pape)
σῆτες Phil.Thess. 44 (XI.347), Grammatiker, die Spitzfindigkeiten sammelnden, s. ἀκανθοβάται; ποιηταί Antip.Thess. 45 (XI.20).
Russian (Dvoretsky)
ἀκανθολόγος: подбирающий шипы, т. е. придирчивый (ποιητῶν φῦλον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκανθολόγος: -ον, ὁ συνάγων, συλλέγων ἀκάνθας, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν σμικρολόγων συζητητῶν, Ἀνθ. Π. 11. 20 καὶ 347· πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4.
Greek Monolingual
-ον (Μ ἀκανθολόγος)
1. αυτός που μαζεύει αγκάθια
2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -λόγος < λέγω «συλλέγω».
ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ].
Greek Monotonic
ἀκανθολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει αγκάθια, σκωπτικό όνομα των σχολαστικών, λεπτολόγων συζητητών, σε Ανθ.