κατατεθαρρηκότως: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatetharrikotos
|Transliteration C=katatetharrikotos
|Beta Code=katateqarrhko/tws
|Beta Code=katateqarrhko/tws
|Definition=Adv. pf. part. Act. of [[καταθαρρέω]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[boldly]], [[confidently]], <span class="bibl">Plb.1.86.5</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>27</span>.</span>
|Definition=Adv. pf. part. Act. of [[καταθαρρέω]], [[boldly]], [[confidently]], Plb.1.86.5, Plu.''Ant.''27.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατατεθαρρηκότως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, [[μετὰ]] θάρρους [[πεποιθότως]], τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει [[ἀνειμένως]] και κ.
|elnltext=κατατεθαρρηκότως adv., zie καταθαρρέω.
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=[[κατατεθαρρηκότως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πολύ [[θάρρος]], με [[τόλμη]], [[ευθαρσώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατατεθαρρηκώς</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[καταθαρρώ]]].
|ptext=<i>[[dreist]], [[zuversichtlich]]</i>, Pol. 1.86.5 und [[öfter]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατατεθαρρηκότως:''' adv. храбро, отважно Polyb., Plut.
|elrutext='''κατατεθαρρηκότως:''' adv. храбро, отважно Polyb., Plut.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κατατεθαρρηκότως adv., zie καταθαρρέω.
|lstext='''κατατεθαρρηκότως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, μετὰ θάρρους [[πεποιθότως]], τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει [[ἀνειμένως]] και κ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατατεθαρρηκότως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πολύ [[θάρρος]], με [[τόλμη]], [[ευθαρσώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατατεθαρρηκώς</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[καταθαρρώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατεθαρρηκότως Medium diacritics: κατατεθαρρηκότως Low diacritics: κατατεθαρρηκότως Capitals: ΚΑΤΑΤΕΘΑΡΡΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: katatetharrēkótōs Transliteration B: katatetharrēkotōs Transliteration C: katatetharrikotos Beta Code: katateqarrhko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of καταθαρρέω, boldly, confidently, Plb.1.86.5, Plu.Ant.27.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατατεθαρρηκότως adv., zie καταθαρρέω.

German (Pape)

dreist, zuversichtlich, Pol. 1.86.5 und öfter.

Russian (Dvoretsky)

κατατεθαρρηκότως: adv. храбро, отважно Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κατατεθαρρηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, μετὰ θάρρους πεποιθότως, τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει ἀνειμένως και κ.

Greek Monolingual

κατατεθαρρηκότως (Α)
επίρρ. με πολύ θάρρος, με τόλμη, ευθαρσώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεθαρρηκώς, μτχ. παρακμ. του ρ. καταθαρρώ].