ἀπέραστος: Difference between revisions
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aperastos | |Transliteration C=aperastos | ||
|Beta Code=a)pe/rastos | |Beta Code=a)pe/rastos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπέραστον, [[unsurpassed]], Aristeas 156 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀπέραντον]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] unendlich, undurchdringlich, v. l. von [[ἀπέρατος]] Luc. V. hist. II, 30. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] unendlich, undurchdringlich, [[varia lectio|v.l.]] von [[ἀπέρατος]] Luc. V. hist. II, 30. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπέραστος]], -ον) [[περώ]]<br />[[αξεπέραστος]], [[ανυπέρβλητος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν έχει περάσει ή δεν μπορεί να περάσει [[κανείς]], [[αδιάβατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει περάσει [[μέσα]] από [[κάτι]] («απέραστη [[κλωστή]]»)<br /><b>2.</b> (για υφάσματα) [[εκείνος]] που δεν έχει ξεπλυθεί<br /><b>3.</b> (για αγρούς) [[εκείνος]] που δεν οργώθηκε για δεύτερη [[φορά]]<br /><b>4.</b> (για αρρώστιες, συμφορές <b>κ.λπ.</b>) αυτός τον οποίο δεν έχει δοκιμάσει [[κάποιος]]<br /><b>5.</b> όποιος δεν έχει καταγραφεί ή καταχωριστεί σε [[βιβλίο]]<br /><b>6.</b> αυτός που δεν έχει περάσει, που διαρκεί [[ακόμη]]<br /><b>7.</b> (με άσεμνη [[σημασία]]) αυτή που δεν έχει διακορευθεί. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπέραστος]], -ον) [[περώ]]<br />[[αξεπέραστος]], [[ανυπέρβλητος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν έχει περάσει ή δεν μπορεί να περάσει [[κανείς]], [[αδιάβατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει περάσει [[μέσα]] από [[κάτι]] («απέραστη [[κλωστή]]»)<br /><b>2.</b> (για υφάσματα) [[εκείνος]] που δεν έχει ξεπλυθεί<br /><b>3.</b> (για αγρούς) [[εκείνος]] που δεν οργώθηκε για δεύτερη [[φορά]]<br /><b>4.</b> (για αρρώστιες, συμφορές <b>κ.λπ.</b>) αυτός τον οποίο δεν έχει δοκιμάσει [[κάποιος]]<br /><b>5.</b> όποιος δεν έχει καταγραφεί ή καταχωριστεί σε [[βιβλίο]]<br /><b>6.</b> αυτός που δεν έχει περάσει, που διαρκεί [[ακόμη]]<br /><b>7.</b> (με άσεμνη [[σημασία]]) αυτή που δεν έχει διακορευθεί. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπέραστον, unsurpassed, Aristeas 156 (v.l. ἀπέραντον).
German (Pape)
[Seite 287] unendlich, undurchdringlich, v.l. von ἀπέρατος Luc. V. hist. II, 30.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπέραστος, -ον) περώ
αξεπέραστος, ανυπέρβλητος
μσν.- νεοελλ.
εκείνος τον οποίο δεν έχει περάσει ή δεν μπορεί να περάσει κανείς, αδιάβατος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει περάσει μέσα από κάτι («απέραστη κλωστή»)
2. (για υφάσματα) εκείνος που δεν έχει ξεπλυθεί
3. (για αγρούς) εκείνος που δεν οργώθηκε για δεύτερη φορά
4. (για αρρώστιες, συμφορές κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχει δοκιμάσει κάποιος
5. όποιος δεν έχει καταγραφεί ή καταχωριστεί σε βιβλίο
6. αυτός που δεν έχει περάσει, που διαρκεί ακόμη
7. (με άσεμνη σημασία) αυτή που δεν έχει διακορευθεί.