θυμοσοφικός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thymosofikos
|Transliteration C=thymosofikos
|Beta Code=qumosofiko/s
|Beta Code=qumosofiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">clever</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1280</span> (Sup.).</span>
|Definition=θυμοσοφική, θυμοσοφικόν, [[clever]], Ar.''V.''1280 (Sup.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1225.png Seite 1225]] ή, όν, weise durch eigene Einsicht (ἀπὸ σοφῆς φύσεως [[αὐτόματος]]), im superlat., Ar. Vesp. 1280.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[d'une nature raisonnable]], [[intelligente]].<br />'''Étymologie:''' [[θυμόσοφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμοσοφικός:''' [[рассудительный]], [[разумный]] Arph.
}}
{{ls
|lstext='''θῡμοσοφικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς θυμόσοφον, εὐφυής, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1280.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυμοσοφικός]], -ή, -όν) [[θυμόσοφος]]<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[θυμοσοφία]] ή στον θυμόσοφο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῡμοσοφικός:''' -ή, -όν, [[ευφυής]], [[πνευματώδης]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῡμοσοφικός, ή, όν<br />like a [[clever]] [[fellow]], Ar. [from θῡμόσοφος]
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοσοφικός Medium diacritics: θυμοσοφικός Low diacritics: θυμοσοφικός Capitals: ΘΥΜΟΣΟΦΙΚΟΣ
Transliteration A: thymosophikós Transliteration B: thymosophikos Transliteration C: thymosofikos Beta Code: qumosofiko/s

English (LSJ)

θυμοσοφική, θυμοσοφικόν, clever, Ar.V.1280 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1225] ή, όν, weise durch eigene Einsicht (ἀπὸ σοφῆς φύσεως αὐτόματος), im superlat., Ar. Vesp. 1280.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'une nature raisonnable, intelligente.
Étymologie: θυμόσοφος.

Russian (Dvoretsky)

θῡμοσοφικός: рассудительный, разумный Arph.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς θυμόσοφον, εὐφυής, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1280.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυμοσοφικός, -ή, -όν) θυμόσοφος
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη θυμοσοφία ή στον θυμόσοφο.

Greek Monotonic

θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ευφυής, πνευματώδης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θῡμοσοφικός, ή, όν
like a clever fellow, Ar. [from θῡμόσοφος]