ῥεμβώδης: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=remvodis | |Transliteration C=remvodis | ||
|Beta Code=r(embw/dhs | |Beta Code=r(embw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ῥεμβῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[roving]], [[rolling]], βλέμμα Plu.2.45d.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[desultory]], [[remiss]], πολιορκία Plb.16.39.2; [[διατριβαί]] [[idle]], Plu. ''Dio'' 7; <b class="b3">τὸ ῥ.</b> (<b class="b3">ῥομβ-</b> codd.) καὶ ἀκόλαστον Id.2.715c; <b class="b3">ῥ. πυρετοί</b> [[irregular]], opp. [[περιοδικοί]], Chrysipp. ap. Gal.5.433 (<b class="b3">ῥομβ-</b> codd.). Adv. [[ῥεμβωδῶς]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[σκαλαπάζειν]] (-αδῶς cod.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
ῥεμβῶδες,
A roving, rolling, βλέμμα Plu.2.45d.
2 metaph., desultory, remiss, πολιορκία Plb.16.39.2; διατριβαί idle, Plu. Dio 7; τὸ ῥ. (ῥομβ- codd.) καὶ ἀκόλαστον Id.2.715c; ῥ. πυρετοί irregular, opp. περιοδικοί, Chrysipp. ap. Gal.5.433 (ῥομβ- codd.). Adv. ῥεμβωδῶς Hsch. s.v. σκαλαπάζειν (-αδῶς cod.).
German (Pape)
[Seite 838] ες, = ῥεμβοειδής; βλέμμα, Plut. de audit. p. 148; ἀεί τινας διατριβὰς ἐμνῶντο ῥεμβώδεις περὶ πότους, Dion. 7; – auch vernachlässigt, Suid; u. Pol. 16, 39, 2, ῥεμβώδους γενομένης τῆς πολιορκίας, da sie nachlässig, planlos betrieben wurde.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
vacillant, agité, incertain.
Étymologie: ῥέμβω, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ῥεμβώδης:
1 блуждающий (βλέμμα Plut.);
2 беспорядочный (πολιορκία Polyb.; ἔρωτες καὶ διατριβαί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥεμβώδης: -ες, (εἶδος) πλανώμενος περιφερόμενος, βλέμμα Πλούτ. 2. 45D· διατριβαὶ ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 7. 2) μεταφορ., ἀμελής, χαλαρός, πολιορκία Πολύβ. 16. 39, 2· τὸ ῥεμβῶδες (κοιν. ῥομβ-) καὶ ἀκόλαστον Πλούτ. 2. 715C. - Ἐπίρρ. -δῶς Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ες / ῥεμβώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει την τάση να ρεμβάζει, ο ονειροπόλος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που περιφέρεται άσκοπα, που τριγυρίζει εδώ κι εκεί
2. ο νωθρός, ο αμελής
αρχ.
(για πυρετό) άρρυθμος, ακατάστατος, μη περιοδικός.
επίρρ...
ῥεμβωδῶς Α
με τρόπο ρεμβώδη, με νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο υποχωρητικά από το ρ. ῥέμβομαι με κατάλ. -ώδης, το οποίο χρησιμοποιείται συχνότερα από το επίθ. ῥεμβός].
Greek Monotonic
ῥεμβώδης: -ες (εἶδος), περιπλανώμενος, περιφερόμενος, σε Πλούτ.