ἠχώδης: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ichodis | |Transliteration C=ichodis | ||
|Beta Code=h)xw/dhs | |Beta Code=h)xw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ἠχῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[sonorous]], of the hexameter, Demetr.''Eloc.''42.<br><span class="bld">2</span> neut. pl. as [[substantive]], [[ringing in the ears]], Hp.''Coac.''163.<br><span class="bld">3</span> [[full of sounds]], τῆς ἡμέρας -εστέρα ἡ νύξ Plu.2.720c; <b class="b3">τὸ τῆς νυκτὸς ἠ.</b> Id.''Arat.''22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
ἠχῶδες,
A sonorous, of the hexameter, Demetr.Eloc.42.
2 neut. pl. as substantive, ringing in the ears, Hp.Coac.163.
3 full of sounds, τῆς ἡμέρας -εστέρα ἡ νύξ Plu.2.720c; τὸ τῆς νυκτὸς ἠ. Id.Arat.22.
German (Pape)
[Seite 1180] ες, schallend, tönend, hallend, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἠχώδης: звучный, дающий отголосок: τὸ τῆς νυκτὸς ἠχῶδες Plut. гулкая тишина ночи.
Greek (Liddell-Scott)
ἠχώδης: -ες, (εἶδος) ἠχῶν, ἠχηρός, ἐπὶ τοῦ ἑξαμέτρου, Δημ. Φαλ. 42. 2) προξενῶν βόμβον εἰς τὰ ὦτα, Ἱππ. 145C.
Greek Monolingual
ἠχώδης, -ες (Α)
1. (για το εξάμετρο) ηχηρός
2. αυτός που προξενεί ήχο, βόμβο στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο
3. αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη αντίληψη του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -ωδης (πρβλ. δυσώδης, ευώδης)].