τυπώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=typodis
|Transliteration C=typodis
|Beta Code=tupw/dhs
|Beta Code=tupw/dhs
|Definition=ες, ([[τύπος]] VIII. <span class="bibl">2</span>) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like an outline]], <b class="b3">ὡς εἰς τ. μάθησιν</b> so far as belongs to [[general]] or [[superficial]] knowledge, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>397b12</span>. Adv. -ωδῶς [[summarily]], <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>4.13.2</span>, <span class="bibl">Str.2.1.24</span>, <span class="bibl">4.1.1</span>, <span class="bibl">2</span>: Comp. -ωδέστερον <span class="bibl">Ph.2.419</span>.</span>
|Definition=τυπῶδες, ([[τύπος]] VIII. 2) [[like an outline]], <b class="b3">ὡς εἰς τ. μάθησιν</b> so far as belongs to [[general]] or [[superficial]] knowledge, Arist.''Mu.''397b12. Adv. [[τυπωδῶς]] [[summarily]], Cic.''Att.''4.13.2, Str.2.1.24, 4.1.1, 2: Comp. τυπωδέστερον Ph.2.419.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[qui ressemble à une ébauche]], [[ébauché]], [[superficiel]].<br />'''Étymologie:''' [[τύπος]], -ωδης.
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>einem [[Abdruck]], [[Umriß]] [[ähnlich]]</i>; ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, <i>so Viel zu einer allgemeinen, oberflächlichen [[Kenntnis]] [[gehört]]</i>, Arist. <i>mund</i>. 6.1, [[τυπωδῶς]] εἴρηται, Strabo V.; DL. 7.60.
}}
{{elru
|elrutext='''τῠπώδης:''' [[данный в общих чертах]], [[общий]]: ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν Arst. в виде общих сведений.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῠπώδης''': -ες, ([[τύπος]] ΙΙ. 6, [[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς σχεδιογράφημα, πρὸς περίληψιν, ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, ὅσον ἀνήκει εἰς γενικὴν ἢ ἐπιπόλαιον μάθησιν, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 1. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἐν κεφαλαίῳ, περιληπτικῶς, Στράβ. 79, 176, 178, Kικέρ. πρ. Ἀττ. 4. 13, 2.
|lstext='''τῠπώδης''': -ες, ([[τύπος]] ΙΙ. 6, [[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς σχεδιογράφημα, πρὸς περίληψιν, ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, ὅσον ἀνήκει εἰς γενικὴν ἢ ἐπιπόλαιον μάθησιν, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 1. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἐν κεφαλαίῳ, περιληπτικῶς, Στράβ. 79, 176, 178, Kικέρ. πρ. Ἀττ. 4. 13, 2.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à une ébauche, ébauché, superficiel.<br />'''Étymologie:''' [[τύπος]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῠπώδης:''' -ες ([[τύπος]] II. 5, [[εἶδος]]), όμοιος με [[περίληψη]]· επίρρ. [[τυπωδῶς]], περιληπτικά, σε Στράβ.
|lsmtext='''τῠπώδης:''' -ες ([[τύπος]] II. 5, [[εἶδος]]), όμοιος με [[περίληψη]]· επίρρ. [[τυπωδῶς]], περιληπτικά, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῠπώδης:''' [[данный в общих чертах]], [[общий]]: ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν Arst. в виде общих сведений.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῠπώδης, ες [[τύπος]] II. 5, [[εἶδος]]<br />like an [[outline]]:—adv. -δῶς, [[summarily]], Strab.
|mdlsjtxt=τῠπώδης, ες [[τύπος]] II. 5, [[εἶδος]]<br />like an [[outline]]:—adv. -δῶς, [[summarily]], Strab.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπώδης Medium diacritics: τυπώδης Low diacritics: τυπώδης Capitals: ΤΥΠΩΔΗΣ
Transliteration A: typṓdēs Transliteration B: typōdēs Transliteration C: typodis Beta Code: tupw/dhs

English (LSJ)

τυπῶδες, (τύπος VIII. 2) like an outline, ὡς εἰς τ. μάθησιν so far as belongs to general or superficial knowledge, Arist.Mu.397b12. Adv. τυπωδῶς summarily, Cic.Att.4.13.2, Str.2.1.24, 4.1.1, 2: Comp. τυπωδέστερον Ph.2.419.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui ressemble à une ébauche, ébauché, superficiel.
Étymologie: τύπος, -ωδης.

German (Pape)

ες, einem Abdruck, Umriß ähnlich; ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, so Viel zu einer allgemeinen, oberflächlichen Kenntnis gehört, Arist. mund. 6.1, τυπωδῶς εἴρηται, Strabo V.; DL. 7.60.

Russian (Dvoretsky)

τῠπώδης: данный в общих чертах, общий: ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν Arst. в виде общих сведений.

Greek (Liddell-Scott)

τῠπώδης: -ες, (τύπος ΙΙ. 6, εἶδος) ὅμοιος πρὸς σχεδιογράφημα, πρὸς περίληψιν, ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, ὅσον ἀνήκει εἰς γενικὴν ἢ ἐπιπόλαιον μάθησιν, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 1. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἐν κεφαλαίῳ, περιληπτικῶς, Στράβ. 79, 176, 178, Kικέρ. πρ. Ἀττ. 4. 13, 2.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τύπος
όμοιος με τύπο, με σχεδιογράφημα, πρόχειρος, συνοπτικός.
επίρρ...
τυπωδῶς Α
1. περιληπτικά, συνοπτικά
2. σαφώς, καθαρά («ὑπογράφεσθαι τυπωδέστερον», Φίλ.).

Greek Monotonic

τῠπώδης: -ες (τύπος II. 5, εἶδος), όμοιος με περίληψη· επίρρ. τυπωδῶς, περιληπτικά, σε Στράβ.

Middle Liddell

τῠπώδης, ες τύπος II. 5, εἶδος
like an outline:—adv. -δῶς, summarily, Strab.