τυπώδης: Difference between revisions
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=typodis | |Transliteration C=typodis | ||
|Beta Code=tupw/dhs | |Beta Code=tupw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=τυπῶδες, ([[τύπος]] VIII. 2) [[like an outline]], <b class="b3">ὡς εἰς τ. μάθησιν</b> so far as belongs to [[general]] or [[superficial]] knowledge, Arist.''Mu.''397b12. Adv. [[τυπωδῶς]] [[summarily]], Cic.''Att.''4.13.2, Str.2.1.24, 4.1.1, 2: Comp. τυπωδέστερον Ph.2.419. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />qui ressemble à une ébauche, ébauché, superficiel.<br />'''Étymologie:''' [[τύπος]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />[[qui ressemble à une ébauche]], [[ébauché]], [[superficiel]].<br />'''Étymologie:''' [[τύπος]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>einem [[Abdruck]], [[Umriß]] [[ähnlich]]</i>; ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, <i>so Viel zu einer allgemeinen, oberflächlichen [[Kenntnis]] [[gehört]]</i>, Arist. <i>mund</i>. 6.1, [[τυπωδῶς]] εἴρηται, Strabo V.; DL. 7.60. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
τυπῶδες, (τύπος VIII. 2) like an outline, ὡς εἰς τ. μάθησιν so far as belongs to general or superficial knowledge, Arist.Mu.397b12. Adv. τυπωδῶς summarily, Cic.Att.4.13.2, Str.2.1.24, 4.1.1, 2: Comp. τυπωδέστερον Ph.2.419.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui ressemble à une ébauche, ébauché, superficiel.
Étymologie: τύπος, -ωδης.
German (Pape)
ες, einem Abdruck, Umriß ähnlich; ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, so Viel zu einer allgemeinen, oberflächlichen Kenntnis gehört, Arist. mund. 6.1, τυπωδῶς εἴρηται, Strabo V.; DL. 7.60.
Russian (Dvoretsky)
τῠπώδης: данный в общих чертах, общий: ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν Arst. в виде общих сведений.
Greek (Liddell-Scott)
τῠπώδης: -ες, (τύπος ΙΙ. 6, εἶδος) ὅμοιος πρὸς σχεδιογράφημα, πρὸς περίληψιν, ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, ὅσον ἀνήκει εἰς γενικὴν ἢ ἐπιπόλαιον μάθησιν, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 1. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἐν κεφαλαίῳ, περιληπτικῶς, Στράβ. 79, 176, 178, Kικέρ. πρ. Ἀττ. 4. 13, 2.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α τύπος
όμοιος με τύπο, με σχεδιογράφημα, πρόχειρος, συνοπτικός.
επίρρ...
τυπωδῶς Α
1. περιληπτικά, συνοπτικά
2. σαφώς, καθαρά («ὑπογράφεσθαι τυπωδέστερον», Φίλ.).
Greek Monotonic
τῠπώδης: -ες (τύπος II. 5, εἶδος), όμοιος με περίληψη· επίρρ. τυπωδῶς, περιληπτικά, σε Στράβ.
Middle Liddell
τῠπώδης, ες τύπος II. 5, εἶδος
like an outline:—adv. -δῶς, summarily, Strab.