εὔυδρος: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyydros | |Transliteration C=eyydros | ||
|Beta Code=eu)/udros | |Beta Code=eu)/udros | ||
|Definition=εὔυδρον, ([[ὕδωρ]])<br><span class="bld">A</span> [[well-watered]], [[abounding in water]], ἄστυ Simon.96; ἀκτά Pi.''P.''1.79; Μαραθών Call.''Hec.''1.1.8; νάπη Nic.''Al.''622; <b class="b3">γῆ ποιώδης καὶ εὔυδρος</b> Hdt.4.47; [[χῶρος]] [[εὐυδρότερος]] Id.9.25; [ὄρη] εὐυδρότερα ''Gp.''2.6.5 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐν]]-).<br><span class="bld">2</span> of a river or spring, [[with beautiful water]], Κάσας B.10.119; Εὐρώτας E.''IT''399 (lyr.); Κασταλίς ''Pae.Delph.''5; so prob. <b class="b3">εὔυδρον ποτόν</b> (vulg. <b class="b3">ἔνυδρον τόπον</b>) Polyzel.2. | |Definition=εὔυδρον, ([[ὕδωρ]])<br><span class="bld">A</span> [[well-watered]], [[abounding in water]], ἄστυ Simon.96; ἀκτά Pi.''P.''1.79; Μαραθών Call.''Hec.''1.1.8; νάπη Nic.''Al.''622; <b class="b3">γῆ ποιώδης καὶ εὔυδρος</b> [[Herodotus|Hdt.]]4.47; [[χῶρος]] [[εὐυδρότερος]] Id.9.25; [ὄρη] εὐυδρότερα ''Gp.''2.6.5 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐν]]-).<br><span class="bld">2</span> of a river or spring, [[with beautiful water]], Κάσας B.10.119; Εὐρώτας E.''IT''399 (lyr.); Κασταλίς ''Pae.Delph.''5; so prob. <b class="b3">εὔυδρον ποτόν</b> (vulg. <b class="b3">ἔνυδρον τόπον</b>) Polyzel.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:03, 4 September 2023
English (LSJ)
εὔυδρον, (ὕδωρ)
A well-watered, abounding in water, ἄστυ Simon.96; ἀκτά Pi.P.1.79; Μαραθών Call.Hec.1.1.8; νάπη Nic.Al.622; γῆ ποιώδης καὶ εὔυδρος Hdt.4.47; χῶρος εὐυδρότερος Id.9.25; [ὄρη] εὐυδρότερα Gp.2.6.5 (v.l. ἐν-).
2 of a river or spring, with beautiful water, Κάσας B.10.119; Εὐρώτας E.IT399 (lyr.); Κασταλίς Pae.Delph.5; so prob. εὔυδρον ποτόν (vulg. ἔνυδρον τόπον) Polyzel.2.
German (Pape)
[Seite 1105] mit schönem Wasser, oder wasserreich, ἀκτά Pind. P. 1, 79; γῆ Her. 4, 47; τόποι Plat. Legg. VI, 761 b; öfter in der Anth., z. B. Ἀσκανίη Diod. 14 (VII, 701); προχοαί Antiphan. 7 (IX, 258). Einen comp. εὐυδρότερος hat Her. 9, 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 abondant en eau;
2 aux belles eaux;
Cp. εὐυδρότερος.
Étymologie: εὖ, ὕδωρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔυδρος:
1 изобилующий водой, многоводный (ἀκτά Pind.; γῆ Her.; τόποι Plat.; ἄστυ Plut.);
2 с красивыми водами, красиво текущий (Εὐρώτας Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔυδρος: -ον, (ὕδωρ) ἔχων πολύ, ἄφθονον ὕδωρ, ἄστυ Σιμωνίδ. 102· ἀκτὰ Πίνδ. Π. 1. 152· γῆ ποιώδης καὶ εὔυδρος Ἡρόδ. 4. 47· χῶρος εὐυδρότερος ὁ αυτ. 9.25. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων καλόν, ὡραῖον ὕδωρ, Εὐρ. Ι. Τ. 399· ἥξεις ἐπ’ ἐννεάκρουνον εὔυδρον ποτὸν (δορθωθέν ἀντὶ ἔνυδρον) Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 3.
English (Slater)
εὔυδρος, -ον well watered παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα (v.l. ἔνυδρον, εὔανδρον) (P. 1.79)
Greek Monolingual
εὔυδρος, -ον (ΑΜ)
(για χώρα) αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό
αρχ.
αυτός που έχει ωραίο νερό («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -υδρος (< ύδωρ), πρβλ. άνυδρος, πολύυδρος].
Greek Monotonic
εὔυδρος: -ον (ὕδωρ),
1. καλά αρδευόμενος, καλά βρεγμένος, άφθονος σε νερό, σε Πίνδ., Ηρόδ.
2. λέγεται για ποτάμι, αυτός που έχει καλό νερό, σε Ευρ.
Middle Liddell
εὔ-υδρος, ον ὕδωρ
1. well-watered, abounding in water, Pind., Hdt.
2. of a river, with beautiful water, Eur.