μετεξέτεροι: Difference between revisions
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metekseteroi | |Transliteration C=metekseteroi | ||
|Beta Code=metece/teroi | |Beta Code=metece/teroi | ||
|Definition=αι<b class="b3">, α</b>, Ion. Pron., = [[ἔνιοι]], [[some among many]], [[certain]], Hdt.1.63,95, 199, al., Hp.''Fract.''11, al.; <b class="b3">χρῆσις μετεξετέρη</b> [[a certain amount of]] use, Id.''Art.''52. (<b class="b3">μετ' ἐξετέρην</b> should be written divisim in Nic.''Th.''588.) | |Definition=αι<b class="b3">, α</b>, Ion. Pron., = [[ἔνιοι]], [[some among many]], [[certain]], [[Herodotus|Hdt.]]1.63,95, 199, al., Hp.''Fract.''11, al.; <b class="b3">χρῆσις μετεξετέρη</b> [[a certain amount of]] use, Id.''Art.''52. (<b class="b3">μετ' ἐξετέρην</b> should be written divisim in Nic.''Th.''588.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
αι, α, Ion. Pron., = ἔνιοι, some among many, certain, Hdt.1.63,95, 199, al., Hp.Fract.11, al.; χρῆσις μετεξετέρη a certain amount of use, Id.Art.52. (μετ' ἐξετέρην should be written divisim in Nic.Th.588.)
German (Pape)
[Seite 158] αι, α, einige Andere, = ἕτεροί τινες, Her. 1, 63 u. öfter; fem., 1, 99; den sing. μετεξετέρην hat Nic. Ther. 588.
French (Bailly abrégé)
mot surtout ion.
quelques autres, propr. « d'autres successivement ».
Étymologie: μετά, ἐξ, ἕτερος.
Russian (Dvoretsky)
μετεξέτεροι: некоторые (из них): μ. αὐτῶν Her. кое-кто из них.
Greek (Liddell-Scott)
μετεξέτεροι: -αι, -α, Ἰων. ἀντωνυμ., = ἔνιοι, τινὲς μεταξὺ πολλῶν, μερικοί, Ἡρόδ. 1, 63, 95, 199, κ. ἀλλ., καὶ Ἱππ.: - ὁ Νίκανδρ. ἐν Θηρ. 588 ἔχει τὸ ἑνικόν.
Greek Monolingual
μετεξέτεροι, -αι, -α (Α)
ιων. τ.
1. κάποιοι μεταξύ πολλών, μερικοί
2. (σπάν. στον εν.) φρ. «χρῆσις μετεξετέρη» — κάποια ποσότητα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐξέτεροι «μερικοί»].
Greek Monotonic
μετεξέτεροι: -αι, -α, Ιων. αντων., = ἔνιοι, κάποιοι μεταξύ πολλών, συγκεκριμένα πρόσωπα, σε Ηρόδ.