προεκκομίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proekkomizo
|Transliteration C=proekkomizo
|Beta Code=proekkomi/zw
|Beta Code=proekkomi/zw
|Definition=<span class="bld">A</span> [[carry out beforehand]], Hdt.2.63: metaph., ὑπὸ τῆς τύχης προκομισθεὶς ἀναίμακτος Plu.''Tim.'' 37.<br><span class="bld">2</span> Med., [[προεκκομίζομαι]] = [[remove first]], τῇ χειρί ''Hippiatr.''75.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[carry out beforehand]], [[Herodotus|Hdt.]]2.63: metaph., ὑπὸ τῆς τύχης προκομισθεὶς ἀναίμακτος Plu.''Tim.'' 37.<br><span class="bld">2</span> Med., [[προεκκομίζομαι]] = [[remove first]], τῇ χειρί ''Hippiatr.''75.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκκομίζω Medium diacritics: προεκκομίζω Low diacritics: προεκκομίζω Capitals: ΠΡΟΕΚΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: proekkomízō Transliteration B: proekkomizō Transliteration C: proekkomizo Beta Code: proekkomi/zw

English (LSJ)

A carry out beforehand, Hdt.2.63: metaph., ὑπὸ τῆς τύχης προκομισθεὶς ἀναίμακτος Plu.Tim. 37.
2 Med., προεκκομίζομαι = remove first, τῇ χειρί Hippiatr.75.

German (Pape)

[Seite 718] vorher heraustragen, -schaffen; Her. 2, 63; Plut. Timol. 37.

French (Bailly abrégé)

emporter, particul. porter en terre auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκκομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκκομίζω vooraf wegbrengen.

Russian (Dvoretsky)

προεκκομίζω: раньше выносить, заблаговременно переносить (τὸ ἄγαλμα εἰς ἄλλο οἴκημα Her.): τῶν κακῶς προεκκομισθείς Plut. ускользнувший от несчастий.

Greek (Liddell-Scott)

προεκκομίζω: ἐκκομίζω, ἐκφέρω πρότερον, Ἡρόδ. 2. 63, Πλουτ. Τιμολ. 37.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
μέσ. προεκκομίζομαι
κινώ, μετακινώ κάτι αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.)
αρχ.
μεταφέρω κάτι προηγουμένως («τὸ δὲ ἄγαλμα... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς ἄλλο οἴκημα ἱρόν» Ηρόδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκομίζω «μεταφέρω, μετακινώ»].

Greek Monotonic

προεκκομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, μεταφέρω, εκφέρω από πριν, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
to carry out beforehand, Hdt.