λάξις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laxis
|Transliteration C=laxis
|Beta Code=la/cis
|Beta Code=la/cis
|Definition=(not λᾶξις), ιος, ἡ, ([[λαχεῖν]]) Ion. for [[λῆξις]] (A), <span class=sense><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class='b2'>that which is assigned by lot, an allotment of land</b>, <span class=bibl>Hdt.4.21</span>; μοίρης λ. <span class=title>SIG</span>57.35 (Miletus, v B. C.); so prob. καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν <span class=bibl>Call.<span class=title>Jov</span>.80</span></span>.
|Definition=(not λᾶξις), ιος, ἡ, ([[λαχεῖν]]) Ion. for [[λῆξις]] (A), [[that which is assigned by lot]], an [[allotment of land]], [[Herodotus|Hdt.]]4.21; μοίρης λ. ''SIG''57.35 (Miletus, v B. C.); so prob. καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Call.''Jov''.80.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0015.png Seite 15]] ἡ, ion. = λάχεσις, Her. 4, 21, das durch das Loos zugetheilte Stück Land.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0015.png Seite 15]] ἡ, ion. = λάχεσις, Her. 4, 21, das durch das Loos zugetheilte Stück Land.
}}
{{bailly
|btext=ιος (ἡ) :<br />[[lot de terre attribué par le sort]].<br />'''Étymologie:''' R. Λαχ ; cf. [[λαγχάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λάξις:''' ιος ἡ [[λαγχάνω]] (отведенный по жребию) [[участок земли]], [[земельная площадь]] Her.
}}
{{ls
|lstext='''λάξις''': (οὐχὶ λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) ὡς τὸ λάχεσις, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, [[μέρος]] γῆς, Ἰων. [[τύπος]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 4. 21· οὕτω πιθαν., καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Καλλ. εἰς Δία 80. Πρβλ. [[λῆξις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λάξις]], -ιος, ἡ (Α)<br />[[τμήμα]] γης που δίνεται με κλήρο, [[κλήρος]] γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιων. τ. του [[λῆξις]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λάξις:''' -ιος, ἡ (λᾰχεῖν), [[κομμάτι]] γης που απονέμεται σε κάποιον με κλήρο, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λάξις]], ιος [λᾰχεῖν]<br />an [[allotment]] of [[land]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάξις Medium diacritics: λάξις Low diacritics: λάξις Capitals: ΛΑΞΙΣ
Transliteration A: láxis Transliteration B: laxis Transliteration C: laxis Beta Code: la/cis

English (LSJ)

(not λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) Ion. for λῆξις (A), that which is assigned by lot, an allotment of land, Hdt.4.21; μοίρης λ. SIG57.35 (Miletus, v B. C.); so prob. καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Call.Jov.80.

German (Pape)

[Seite 15] ἡ, ion. = λάχεσις, Her. 4, 21, das durch das Loos zugetheilte Stück Land.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
lot de terre attribué par le sort.
Étymologie: R. Λαχ ; cf. λαγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

λάξις: ιος ἡ λαγχάνω (отведенный по жребию) участок земли, земельная площадь Her.

Greek (Liddell-Scott)

λάξις: (οὐχὶ λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) ὡς τὸ λάχεσις, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, μέρος γῆς, Ἰων. τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 4. 21· οὕτω πιθαν., καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Καλλ. εἰς Δία 80. Πρβλ. λῆξις.

Greek Monolingual

λάξις, -ιος, ἡ (Α)
τμήμα γης που δίνεται με κλήρο, κλήρος γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του λῆξις].

Greek Monotonic

λάξις: -ιος, ἡ (λᾰχεῖν), κομμάτι γης που απονέμεται σε κάποιον με κλήρο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

λάξις, ιος [λᾰχεῖν]
an allotment of land, Hdt.