συνέταιρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synetairos
|Transliteration C=synetairos
|Beta Code=sune/tairos
|Beta Code=sune/tairos
|Definition=ὁ, [[companion]], [[partner]], [[comrade]], Sapph.''Supp.''20a5, Hdt.7.193, [[LXX]] ''Jd.''15.2, ''Da.''2.17, ''Supp.Epigr.''1.572.7 (Egypt): fem. [[συνεταιρίς]], ίδος, Erinn. 5.7, [[LXX]] ''Jd.''11.37, Ph.1.194.
|Definition=ὁ, [[companion]], [[partner]], [[comrade]], Sapph.''Supp.''20a5, [[Herodotus|Hdt.]]7.193, [[LXX]] ''Jd.''15.2, ''Da.''2.17, ''Supp.Epigr.''1.572.7 (Egypt): fem. [[συνεταιρίς]], ίδος, Erinn. 5.7, [[LXX]] ''Jd.''11.37, Ph.1.194.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέταιρος Medium diacritics: συνέταιρος Low diacritics: συνέταιρος Capitals: ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΣ
Transliteration A: synétairos Transliteration B: synetairos Transliteration C: synetairos Beta Code: sune/tairos

English (LSJ)

ὁ, companion, partner, comrade, Sapph.Supp.20a5, Hdt.7.193, LXX Jd.15.2, Da.2.17, Supp.Epigr.1.572.7 (Egypt): fem. συνεταιρίς, ίδος, Erinn. 5.7, LXX Jd.11.37, Ph.1.194.

German (Pape)

[Seite 1021] ὁ, Mitgesell, Genosse, Kamerad; Her. 7, 193; Anacr. 53, 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
compagnon, camarade.
Étymologie: σύν, ἑταῖρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έταιρος -ου, ὁ makker, metgezel.

Russian (Dvoretsky)

συνέταιρος:сотоварищ Her., Anacr.

Greek Monolingual

ο, η / συνέταιρος, ΝΜΑ, και συνεταίρος Ν, θηλ. συνεταιρίς, -ίδος, Α
νεοελλ.
1. μέτοχος εταιρείας, μέτοχος σε κοινή επιχείρηση
2. φρ. «συνέταιρος στα κέρδη» — μέτοχος χωρίς κεφάλαιο που προσφέρει προσωπική εργασία στην εταιρεία
μσν.-αρχ.
σύντροφος, φίλος ή συνάδελφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἑταῖρος «φίλος, σύντροφος»].

Greek Monotonic

συνέταιρος: ὁ, σύντροφος, συνάδελφος, εταίρος, φίλος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνέταιρος: ὁ, σύντροφος, μέτοχος, φίλος, Ἡρόδ. 7. 139, Ἑβδ. (Γένεσ. ΚϚ΄, 26, Δανιὴλ Β΄, 14)· θηλ. συνεταιρίς, ίδος, Ἤριννα Μυτιλην. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 7, 710. ― Ἴδε Κόντον ἐν Λογόῳ Ἑρμῇ τ. Ε΄, τεῦχ. Α΄, σ. 71.

Middle Liddell

συν-έταιρος, ὁ,
a companion, partner, comrade, Hdt.