ἀσκευής: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askevis
|Transliteration C=askevis
|Beta Code=a)skeuh/s
|Beta Code=a)skeuh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[without the implements of his art]], <span class="bibl">Hdt.3.131</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[without furniture]], Muson.<span class="title">Fr.</span>14p.71H.</span>
|Definition=ἀσκευές,<br><span class="bld">A</span> [[without the implements of his art]], [[Herodotus|Hdt.]]3.131.<br><span class="bld">II</span> [[without furniture]], Muson.''Fr.''14p.71H.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[carente de enseres o instrumentos]] de un médico [[ἀσκευής]] περ ἐών Hdt.3.131, de un pobre [[ἄοικος]] τε καὶ ἀ. καὶ [[ἀκτήμων]] Muson.<i>Fr</i>.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0371.png Seite 371]] ές, = folgdm, Her. 3, 131; neben [[ἄοικος]] καὶ [[ἀκτήμων]] Muson. Stob. flor. 67, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0371.png Seite 371]] ές, = folgdm, Her. 3, 131; neben [[ἄοικος]] καὶ [[ἀκτήμων]] Muson. Stob. flor. 67, 20.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[sans instruments]], [[sans outils]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σκεῦος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσκευής:''' [[не имеющий инструментов]] ([[ἰητρός]] Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκευής''': -ές, μὴ ἔχων τὰ ἐργαλεῖα τῆς [[ἑαυτοῦ]] τέχνης, ἀσκευὴς ἐὼν καὶ ἔχων οὐδὲν τῶν ὅσα περὶ τὴν τέχνην ἐστὶ ἐργαλήια Ἡρόδ. 3. 131. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] σκευῶν οἰκιακῶν ἢ ἐπίπλων, Κράτης ἄοικός τε καὶ ἀσκεὺς καὶ [[ἀκτήμων]] τέλεον ἦν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 412. 24.
|lstext='''ἀσκευής''': -ές, μὴ ἔχων τὰ ἐργαλεῖα τῆς [[ἑαυτοῦ]] τέχνης, ἀσκευὴς ἐὼν καὶ ἔχων οὐδὲν τῶν ὅσα περὶ τὴν τέχνην ἐστὶ ἐργαλήια Ἡρόδ. 3. 131. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] σκευῶν οἰκιακῶν ἢ ἐπίπλων, Κράτης ἄοικός τε καὶ ἀσκεὺς καὶ [[ἀκτήμων]] τέλεον ἦν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 412. 24.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sans instruments, sans outils.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σκεῦος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[carente de enseres o instrumentos]] de un médico [[ἀσκευής]] περ ἐών Hdt.3.131, de un pobre [[ἄοικος]] τε καὶ ἀ. καὶ [[ἀκτήμων]] Muson.<i>Fr</i>.14.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσκευής:''' -ές ([[σκευή]]), αυτός που δεν έχει τα εργαλεία της τέχνης του, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀσκευής:''' -ές ([[σκευή]]), αυτός που δεν έχει τα εργαλεία της τέχνης του, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσκευής:''' [[не имеющий инструментов]] ([[ἰητρός]] Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκευή]]<br />without the implements of his art, Hdt.
|mdlsjtxt=[[σκευή]]<br />without the implements of his art, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκευής Medium diacritics: ἀσκευής Low diacritics: ασκευής Capitals: ΑΣΚΕΥΗΣ
Transliteration A: askeuḗs Transliteration B: askeuēs Transliteration C: askevis Beta Code: a)skeuh/s

English (LSJ)

ἀσκευές,
A without the implements of his art, Hdt.3.131.
II without furniture, Muson.Fr.14p.71H.

Spanish (DGE)

-ές
carente de enseres o instrumentos de un médico ἀσκευής περ ἐών Hdt.3.131, de un pobre ἄοικος τε καὶ ἀ. καὶ ἀκτήμων Muson.Fr.14.

German (Pape)

[Seite 371] ές, = folgdm, Her. 3, 131; neben ἄοικος καὶ ἀκτήμων Muson. Stob. flor. 67, 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans instruments, sans outils.
Étymologie: , σκεῦος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκευής: не имеющий инструментов (ἰητρός Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκευής: -ές, μὴ ἔχων τὰ ἐργαλεῖα τῆς ἑαυτοῦ τέχνης, ἀσκευὴς ἐὼν καὶ ἔχων οὐδὲν τῶν ὅσα περὶ τὴν τέχνην ἐστὶ ἐργαλήια Ἡρόδ. 3. 131. ΙΙ. ὁ ἄνευ σκευῶν οἰκιακῶν ἢ ἐπίπλων, Κράτης ἄοικός τε καὶ ἀσκεὺς καὶ ἀκτήμων τέλεον ἦν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 412. 24.

Greek Monolingual

ἀσκευής, -ές (Α) σκεύος
1. αυτός που δεν έχει εργαλεία της τέχνης του
2. εκείνος που δεν έχει έπιπλα.

Greek Monotonic

ἀσκευής: -ές (σκευή), αυτός που δεν έχει τα εργαλεία της τέχνης του, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

σκευή
without the implements of his art, Hdt.