προσόμουρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosomouros
|Transliteration C=prosomouros
|Beta Code=proso/mouros
|Beta Code=proso/mouros
|Definition=ον, Ion. for [[Προσόμορος]], [[adjacent]], τισι <span class="bibl">Hdt.4.173</span>.
|Definition=προσόμουρον, Ion. for [[Προσόμορος]], [[adjacent]], τισι [[Herodotus|Hdt.]]4.173.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσόμουρος -ον &#91;[[πρός]], [[ὅμορος]]] Ion., aangrenzend.
|elnltext=προσόμουρος -ον &#91;[[πρός]], [[ὅμορος]]] Ion., aangrenzend.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 12:08, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσόμουρος Medium diacritics: προσόμουρος Low diacritics: προσόμουρος Capitals: ΠΡΟΣΟΜΟΥΡΟΣ
Transliteration A: prosómouros Transliteration B: prosomouros Transliteration C: prosomouros Beta Code: proso/mouros

English (LSJ)

προσόμουρον, Ion. for Προσόμορος, adjacent, τισι Hdt.4.173.

German (Pape)

[Seite 774] ion. für προσόμορος, angränzend, benachbart, τινί, Her. 4, 173.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
limitrophe.
Étymologie: ion. c. *προσόμορος, de πρός, ὅμορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσόμουρος -ον [πρός, ὅμορος] Ion., aangrenzend.

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ. όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅμουρος, ιων. τ. του ὅμορος «γειτονικός»].

Greek Monotonic

προσόμουρος: -ον, Ιων. αντί προσόμορος, γειτονικός, διπλανός, παρακείμενος, τινι, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσόμουρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ προσόμορος, (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), ὡς τὸ πρόσουρος, γειτνιάζων, παρακείμενος, γειτονικός, τινι Ἡρόδ. 4. 173.

Middle Liddell

προσ-όμουρος, ον, [ionic for προσόμορος (which does not occur)]
adjoining, adjacent, τινί Hdt.