ἐπιπόδιος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(4)
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epipodios
|Transliteration C=epipodios
|Beta Code=e)pipo/dios
|Beta Code=e)pipo/dios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">upon the feet</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1350</span> (lyr.).</span>
|Definition=α, ον, [[upon the feet]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1350 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0971.png Seite 971]] an den Füßen, z. B. πέδαι, Fußfesseln, Soph. O. R. 1350.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0971.png Seite 971]] an den Füßen, z. B. πέδαι, Fußfesseln, Soph. O. R. 1350.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[attaché aux pieds]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπόδιος:''' [[находящийся на ногах]], [[ножной]] (πέδαι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιπόδιος''': -α, -ον, (ποὺς) ὁ ἐπὶ τῶν ποδῶν· σχηματισθὲν ὡς τὸ [[ἐμπόδιος]], [[περιπόδιος]], ὄλοιθ’ [[ὅστις]] ἦν ὃς ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας ἔλυσ’ Σοφ. Ο. Τ. 1350.
|lstext='''ἐπιπόδιος''': -α, -ον, (ποὺς) ὁ ἐπὶ τῶν ποδῶν· σχηματισθὲν ὡς τὸ [[ἐμπόδιος]], [[περιπόδιος]], ὄλοιθ’ [[ὅστις]] ἦν ὃς ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας ἔλυσ’ Σοφ. Ο. Τ. 1350.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />attaché aux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πούς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπόδιος]], -ον (Α) [[πους]]<br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας [[[δεσμά]]]», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιπόδιος]], -ον (Α) [[πους]]<br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας ([[δεσμά]])», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπόδιος:''' -α, -ον ([[πούς]]), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπιπόδιος:''' -α, -ον ([[πούς]]), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-πόδιος, η, ον [[πούς]]<br />[[upon]] the feet, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπόδιος Medium diacritics: ἐπιπόδιος Low diacritics: επιπόδιος Capitals: ΕΠΙΠΟΔΙΟΣ
Transliteration A: epipódios Transliteration B: epipodios Transliteration C: epipodios Beta Code: e)pipo/dios

English (LSJ)

α, ον, upon the feet, S.OT1350 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 971] an den Füßen, z. B. πέδαι, Fußfesseln, Soph. O. R. 1350.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
attaché aux pieds.
Étymologie: ἐπί, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπόδιος: находящийся на ногах, ножной (πέδαι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόδιος: -α, -ον, (ποὺς) ὁ ἐπὶ τῶν ποδῶν· σχηματισθὲν ὡς τὸ ἐμπόδιος, περιπόδιος, ὄλοιθ’ ὅστις ἦν ὃς ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας ἔλυσ’ Σοφ. Ο. Τ. 1350.

Greek Monolingual

ἐπιπόδιος, -ον (Α) πους
αυτός που βρίσκεται πάνω στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας (δεσμά)», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπιπόδιος: -α, -ον (πούς), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐπι-πόδιος, η, ον πούς
upon the feet, Soph.