ἐνιαυσιαῖος: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eniafsiaios | |Transliteration C=eniafsiaios | ||
|Beta Code=e)niausiai=os | |Beta Code=e)niausiai=os | ||
|Definition=α, ον, = [[ἐνιαύσιος]] ([[lasting a year]]) III, Arist.''Cat.''5b5, D.S.11.69 ([[si vera lectio|s.v.l.]]);<br><span class="bld">A</span> κύκλος Jul.''Or.''4.155b; χρόνος πμασπ. 159.20 (vi A.D.); [[ζῴδιον]], = [[ἐνιαυτοῦ κύριον]], Balbillus in ''Cat.Cod.Astr.''8(4).240.<br><span class="bld">II</span> = [[ἐνιαύσιος]] ([[of a year]], [[one year old]]) Ι, ἄρνες J. ''AJ''3.10.1; ἄμπελοι ''Gp.''3.2.1.<br><span class="bld">III</span> = [[ἐνιαύσιος]] ([[annual]]) ΙΙ, J.''BJ''2.16.4, ''Gp.''2.44.2. | |Definition=α, ον, = [[ἐνιαύσιος]] ([[lasting a year]]) III, [[Aristotle|Arist.]]''[[Categories|Cat.]]''5b5, D.S.11.69 ([[si vera lectio|s.v.l.]]);<br><span class="bld">A</span> κύκλος Jul.''Or.''4.155b; χρόνος πμασπ. 159.20 (vi A.D.); [[ζῴδιον]], = [[ἐνιαυτοῦ κύριον]], Balbillus in ''Cat.Cod.Astr.''8(4).240.<br><span class="bld">II</span> = [[ἐνιαύσιος]] ([[of a year]], [[one year old]]) Ι, ἄρνες J. ''AJ''3.10.1; ἄμπελοι ''Gp.''3.2.1.<br><span class="bld">III</span> = [[ἐνιαύσιος]] ([[annual]]) ΙΙ, J.''BJ''2.16.4, ''Gp.''2.44.2. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 07:18, 19 September 2023
English (LSJ)
α, ον, = ἐνιαύσιος (lasting a year) III, Arist.Cat.5b5, D.S.11.69 (s.v.l.);
A κύκλος Jul.Or.4.155b; χρόνος πμασπ. 159.20 (vi A.D.); ζῴδιον, = ἐνιαυτοῦ κύριον, Balbillus in Cat.Cod.Astr.8(4).240.
II = ἐνιαύσιος (of a year, one year old) Ι, ἄρνες J. AJ3.10.1; ἄμπελοι Gp.3.2.1.
III = ἐνιαύσιος (annual) ΙΙ, J.BJ2.16.4, Gp.2.44.2.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1que tiene un año, de un año de edad, βρέφος FD 6.43.11 (II a.C.), ἄρνες I.AI 3.238, ἔριφος Thdt.Qu.in Le.1 (p.159), prob. del vino Graff.Dip.Hc 15, ἄμπελοι Gp.3.2.1
•fig. que es como un niño de un año por su candor, Thdt.Qu.29 in Le.
2 anual, de un año de duración τοῦ γὰρ ἐνιαυσιαίου χρόνου διεληλυθότος D.S.13.38, περίοδος ἐ. ciclo periódico anual ref. a las mareas, Str.3.5.8, κατὰ τὴν τεταγμένην περίοδον τοῦ ἐνιαυσιαίου κύκλου según el período establecido del ciclo anual ref. a la fecha de la fiesta de Resurrección, Gr.Nyss.Ep.Can.204.3, cf. Olymp.Iob 39.18, ἐ. ἀλγηδών tormento de un año Gr.Nyss.M.46.101A, μέχρι περαιώσεως ἑνὸς καὶ μόνου ἐνιαυσιαίου χρόνου PMasp.159.20 (VI d.C.).
3 astrol. anual, de cada año ἐνιαυσιαῖον ζῴδιον signo del zodiaco que rige el año Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).240.22, πρὸς καθολικοὺς χρόνους καὶ ἐνιαυσιαίους καὶ μηνιαίους ref. a la posición de los astros, Vett.Val.160.28, cf. Ptol.Tetr.4.10.21, μηνιαία ἢ ἐνιαυσιαία ὑπόστασις de los astros, Vett.Val.342.24.
4 anual, que corresponde a un año φόρος I.BI 2.386.
5 anual, que tiene lugar una vez al año ἐν ταῖς μηνιαίαις ἢ ἐνιαυσιαίαις ἑορταῖς Gp.2.44.2.
II adv. -ως cada año, BGU 2788.9 (biz.).
German (Pape)
[Seite 844] = Folgdm, Arist. categ. 6, 11 u. Sp., unattisch, s. Lob. zu Phryn. p. 362.
Russian (Dvoretsky)
ἐνιαυσιαῖος: Arst., Diod. = ἐνιαύσιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιαυσιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ. ΙΙΙ, Ἀριστ. Κατηγ. 6. 11, Διοδ. 11. 69, κτλ.
Greek Monolingual
ἐνιαυσιαῖος, -α, -ον (AM) ενιαυτός
1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῖον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῖος κύκλος»)
2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῖον Λάιον», Απολλόδ.).
επίρρ...
ἐνιαυσιαίως
ενιαυσίως, ετησίως, κατ' έτος.