νιφόβολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nifovolos
|Transliteration C=nifovolos
|Beta Code=nifo/bolos
|Beta Code=nifo/bolos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[snowclad]], δειράσι ν. Παρνασοῦ <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>206</span> (lyr.); ν. πεδία <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>952</span>; <b class="b3">ν. ἀναβολαί</b>, a burlesque on the bombast of dithyrambic poets, ib.<span class="bibl">1385</span>; πέτραι Ἑλικωνίδες <span class="bibl">Limen.3</span>; ὄρεα Simm.26.19; ὄρη <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sert.</span>17</span>.</span>
|Definition=νιφόβολον, [[snowclad]], δειράσι ν. Παρνασοῦ E.''Ph.''206 (lyr.); ν. πεδία [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''952; <b class="b3">ν. ἀναβολαί</b>, a burlesque on the bombast of dithyrambic poets, ib.1385; πέτραι Ἑλικωνίδες Limen.3; ὄρεα Simm.26.19; ὄρη Plu.''Sert.''17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />couvert de neige, <i>propr.</i> battu par la neige.<br />'''Étymologie:''' *νίψ neige, [[βάλλω]].
}}
{{pape
|ptext== [[νιφόβλητος]]; [[νάπος]], Eur. <i>I.A</i>. 1283, wo [[falsch]] νιφοβόλον [[akzentuiert]] ist; [[Παρνασός]], <i>Phoen</i>. 214; πεδία, Ar. <i>Av</i>. 952; auch in [[Prosa]], ὄρη, Strab. 8.6.21; Plut. <i>[[Sertor]]</i>. 17.
}}
{{elru
|elrutext='''νῐφόβολος:''' [[покрытый снегом]], [[оснеженный]] ([[νάπος]] Eur.; πεδία Arph.; ὄρη Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νιφόβολος''': -ον, [[χιονόβλητος]], καλυπτόμενος διὰ χιόνων, ν. δειράσι Παρνασοῦ Εὐρ. Φοίν. 206· ν. πεδία Ἀριστοφ. Ὄρν. 952· ν. ἀναβολαί, [[σκῶμμα]] περὶ τοῦ ψυχροῦ κόμπου τῶν διθυραμβικῶν ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1385.
|lstext='''νιφόβολος''': -ον, [[χιονόβλητος]], καλυπτόμενος διὰ χιόνων, ν. δειράσι Παρνασοῦ Εὐρ. Φοίν. 206· ν. πεδία Ἀριστοφ. Ὄρν. 952· ν. ἀναβολαί, [[σκῶμμα]] περὶ τοῦ ψυχροῦ κόμπου τῶν διθυραμβικῶν ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1385.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />couvert de neige, <i>propr.</i> battu par la neige.<br />'''Étymologie:''' *νίψ neige, [[βάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νιφόβολος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που βλήθηκε από το [[χιόνι]], [[χιονοσκεπής]], λέγεται για βουνά, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''νιφόβολος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που βλήθηκε από το [[χιόνι]], [[χιονοσκεπής]], λέγεται για βουνά, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''νῐφόβολος:''' [[покрытый снегом]], [[оснеженный]] ([[νάπος]] Eur.; πεδία Arph.; ὄρη Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 06:55, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφόβολος Medium diacritics: νιφόβολος Low diacritics: νιφόβολος Capitals: ΝΙΦΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: niphóbolos Transliteration B: niphobolos Transliteration C: nifovolos Beta Code: nifo/bolos

English (LSJ)

νιφόβολον, snowclad, δειράσι ν. Παρνασοῦ E.Ph.206 (lyr.); ν. πεδία Ar.Av.952; ν. ἀναβολαί, a burlesque on the bombast of dithyrambic poets, ib.1385; πέτραι Ἑλικωνίδες Limen.3; ὄρεα Simm.26.19; ὄρη Plu.Sert.17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert de neige, propr. battu par la neige.
Étymologie: *νίψ neige, βάλλω.

German (Pape)

νιφόβλητος; νάπος, Eur. I.A. 1283, wo falsch νιφοβόλον akzentuiert ist; Παρνασός, Phoen. 214; πεδία, Ar. Av. 952; auch in Prosa, ὄρη, Strab. 8.6.21; Plut. Sertor. 17.

Russian (Dvoretsky)

νῐφόβολος: покрытый снегом, оснеженный (νάπος Eur.; πεδία Arph.; ὄρη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νιφόβολος: -ον, χιονόβλητος, καλυπτόμενος διὰ χιόνων, ν. δειράσι Παρνασοῦ Εὐρ. Φοίν. 206· ν. πεδία Ἀριστοφ. Ὄρν. 952· ν. ἀναβολαί, σκῶμμα περὶ τοῦ ψυχροῦ κόμπου τῶν διθυραμβικῶν ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1385.

Greek Monolingual

νιφόβολος, -ον (Α)
1. σκεπασμένος με χιόνι, χιονοσκεπής
2. μτφ. σκωπτικός χαρακτηρισμός τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῖν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. -ο- + -βόλος (< βάλλω)].

Greek Monotonic

νιφόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που βλήθηκε από το χιόνι, χιονοσκεπής, λέγεται για βουνά, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

νιφό-βολος, ον, βάλλω
snow-stricken, snowclad, of mountains, Eur., Ar.

English (Woodhouse)

snow-covered

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)