κακολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκο-[[λόγος]], ον [[λέγω]]<br />[[evil]]-[[speaking]], Pind., [[attic]]
|mdlsjtxt=κᾰκο-[[λόγος]], ον [[λέγω]]<br />[[evil]]-[[speaking]], Pind., Attic
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βριστικός]]). Ἀπό τό [[κακός]] + [[λόγος]] τοῦ [[λέγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπό τό [[κακολόγος]]: [[κακολογία]], κακολογῶ, [[κακολογικός]].
|mantxt=(=[[βριστικός]]). Ἀπό τό [[κακός]] + [[λόγος]] τοῦ [[λέγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπό τό [[κακολόγος]]: [[κακολογία]], κακολογῶ, [[κακολογικός]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκολόγος Medium diacritics: κακολόγος Low diacritics: κακολόγος Capitals: ΚΑΚΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: kakológos Transliteration B: kakologos Transliteration C: kakologos Beta Code: kakolo/gos

English (LSJ)

(parox.), ον, evil-speaking, slanderous, Pi.P.11.28, Men.256, Arist.Rh.1381b7; τινος of one, Id.EN 1125a8.

German (Pape)

[Seite 1301] übel redend, schmähend od. verläumdend; Pind. P. 11, 28; Com. in B. A. 353; Gegensatz von ἐπαινετικός, Arist. Eth. 4, 3. – Adv., Poll. 8, 81.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dit du mal de, qui injurie, détracteur ; en parl. de choses injurieux.
Étymologie: κακός, λέγω³.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακολόγος -ον [κακός, λέγω] kwaadsprekend.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκολόγος: клевещущий, злословящий, порицающий (κ. καὶ βλάσφημος ἄνθρωπος Plut.): κ. τῶν ἐχθρῶν Arst. дурно отзывающийся о (своих) врагах.

English (Slater)

κᾰκολόγος speaking ill, slanderous κακολόγοι δὲ πολῖται (P. 11.28)

Greek Monolingual

και κακόλογος, -ο (AM κακολόγος, -ον)
αυτός που του αρέσει να κακολογεί, κακόγλωσσος, φιλοκατήγορος, συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -λογος (< λόγος), πρβλ. καινολόγος, σεμνολόγος.

Greek Monotonic

κᾰκολόγος: -ον (λέγω), κακολόγος, υβριστικός, σε Πίνδ., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

κακολόγος: -ον, ὁ κακολογῶν, ὑβριστικός, Πινδ. Π. 11. 44· γραῦς τις κακολόγος Μένανδρ. ἐν «Κανηφόρῳ» 5, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 18· κακολόγος οὐδὲ τῶν ἐχθρῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 4. 3, 31.

Middle Liddell

κᾰκο-λόγος, ον λέγω
evil-speaking, Pind., Attic

Mantoulidis Etymological

(=βριστικός). Ἀπό τό κακός + λόγος τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπό τό κακολόγος: κακολογία, κακολογῶ, κακολογικός.