κακολόγος: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "attic" to "Attic") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κᾰκο-[[λόγος]], ον [[λέγω]]<br />[[evil]]-[[speaking]], Pind., | |mdlsjtxt=κᾰκο-[[λόγος]], ον [[λέγω]]<br />[[evil]]-[[speaking]], Pind., Attic | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[βριστικός]]). Ἀπό τό [[κακός]] + [[λόγος]] τοῦ [[λέγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπό τό [[κακολόγος]]: [[κακολογία]], κακολογῶ, [[κακολογικός]]. | |mantxt=(=[[βριστικός]]). Ἀπό τό [[κακός]] + [[λόγος]] τοῦ [[λέγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπό τό [[κακολόγος]]: [[κακολογία]], κακολογῶ, [[κακολογικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 21 September 2023
English (LSJ)
(parox.), ον, evil-speaking, slanderous, Pi.P.11.28, Men.256, Arist.Rh.1381b7; τινος of one, Id.EN 1125a8.
German (Pape)
[Seite 1301] übel redend, schmähend od. verläumdend; Pind. P. 11, 28; Com. in B. A. 353; Gegensatz von ἐπαινετικός, Arist. Eth. 4, 3. – Adv., Poll. 8, 81.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dit du mal de, qui injurie, détracteur ; en parl. de choses injurieux.
Étymologie: κακός, λέγω³.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακολόγος -ον [κακός, λέγω] kwaadsprekend.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκολόγος: клевещущий, злословящий, порицающий (κ. καὶ βλάσφημος ἄνθρωπος Plut.): κ. τῶν ἐχθρῶν Arst. дурно отзывающийся о (своих) врагах.
English (Slater)
κᾰκολόγος speaking ill, slanderous κακολόγοι δὲ πολῖται (P. 11.28)
Greek Monolingual
και κακόλογος, -ο (AM κακολόγος, -ον)
αυτός που του αρέσει να κακολογεί, κακόγλωσσος, φιλοκατήγορος, συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -λογος (< λόγος), πρβλ. καινολόγος, σεμνολόγος.
Greek Monotonic
κᾰκολόγος: -ον (λέγω), κακολόγος, υβριστικός, σε Πίνδ., Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
κακολόγος: -ον, ὁ κακολογῶν, ὑβριστικός, Πινδ. Π. 11. 44· γραῦς τις κακολόγος Μένανδρ. ἐν «Κανηφόρῳ» 5, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 18· κακολόγος οὐδὲ τῶν ἐχθρῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 4. 3, 31.
Middle Liddell
κᾰκο-λόγος, ον λέγω
evil-speaking, Pind., Attic
Mantoulidis Etymological
(=βριστικός). Ἀπό τό κακός + λόγος τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπό τό κακολόγος: κακολογία, κακολογῶ, κακολογικός.