στρωματόδεσμον: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stromatodesmon
|Transliteration C=stromatodesmon
|Beta Code=strwmato/desmon
|Beta Code=strwmato/desmon
|Definition=τό, a [[leather]] or [[linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes]] ([[στρώματα]]), Ar.''Fr.''253, Pherecr.185, X.''An.''5.4.13, Aeschin.2.99; σ. συσκευάσασθαι Pl.''Tht.''175e; δῆσαι Arist. ''Mu.''398a8: also [[στρωματόδεσμος]], ὁ, Amips.38, Plu.''Caes.''49, cf. Phryn. 379.
|Definition=τό, a [[leather]] or [[linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes]] ([[στρώματα]]), Ar.''Fr.''253, Pherecr.185, X.''An.''5.4.13, Aeschin.2.99; σ. συσκευάσασθαι [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''175e; δῆσαι Arist. ''Mu.''398a8: also [[στρωματόδεσμος]], ὁ, Amips.38, Plu.''Caes.''49, cf. Phryn. 379.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 05:30, 26 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρωμᾰτόδεσμον Medium diacritics: στρωματόδεσμον Low diacritics: στρωματόδεσμον Capitals: ΣΤΡΩΜΑΤΟΔΕΣΜΟΝ
Transliteration A: strōmatódesmon Transliteration B: strōmatodesmon Transliteration C: stromatodesmon Beta Code: strwmato/desmon

English (LSJ)

τό, a leather or linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes (στρώματα), Ar.Fr.253, Pherecr.185, X.An.5.4.13, Aeschin.2.99; σ. συσκευάσασθαι Pl.Tht.175e; δῆσαι Arist. Mu.398a8: also στρωματόδεσμος, ὁ, Amips.38, Plu.Caes.49, cf. Phryn. 379.

German (Pape)

[Seite 957] τό, = Folgdm, Aesch. 2, 99; vgl. B. A. 113.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. στρωματόδεσμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρωματόδεσμον -ου, τό [στρῶμα, δέω] beddenzak (om het beddengoed in te doen).

Russian (Dvoretsky)

στρωμᾰτόδεσμον: τό мешок для постельных принадлежностей Arph., Xen., Plat., Aeschin.

Greek Monolingual

τὸ, Α
δερμάτινος ή λινός σάκος στον οποίο οι δούλοι τύλιγαν και έδεναν τα στρώματα, οτρωματόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. στρῶμα, -ώματος + δεσμός.

Greek Monotonic

στρωμᾰτόδεσμον: τό, δερμάτινος ή λινός σάκκος, μέσα στον οποίο οι δούλοι έπρεπε να τυλίξουν τα κλινοσκεπάσματα (στρώματα), σε Ξεν., Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

στρωμᾰτόδεσμον: τό, δερμάτινοςλινοῦς σάκκος ἐν ᾧ οἱ δοῦλοι ἐτύλισσον καὶ ἔδενον τὰ στρώματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 249, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 13, Αἰσχίν. 41. 10· στρ. συσκευάζεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 1 75Ε· δῆσαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 8· ἱμάντι συνδῆσαι Πλουτ. Καῖσ. 49. - Ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ εἶναι ἀρσ., πρβλ. Α. Β. 113, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401.

Middle Liddell

στρωμᾰτό-δεσμον, ου, τό,
a leather or linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes (στρώματἀ, Xen., Aeschin.