ἀνερεύνητος: Difference between revisions
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Plat" to "Plat") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐρευνάω]]<br /><b class="num">1.</b> [[not investigated]], | |mdlsjtxt=[[ἐρευνάω]]<br /><b class="num">1.</b> [[not investigated]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> that cannot be [[found]] out, [[inscrutable]], Eur. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[hard to fathom]], [[unsearched]] | |woodrun=[[hard to fathom]], [[unsearched]] | ||
}} | }} |
Revision as of 05:51, 26 September 2023
English (LSJ)
ἀνερεύνητον,
A not investigated, Pl.Hp.Ma.298c; ἀ. παραλιπεῖν τι Arist.EN1181b12.
2 that cannot be searched or found out, v.l. in Pl.Cra.421d; ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι harass oneself about inscrutable things, f.l. in E.Ion255.
Spanish (DGE)
-ον
no investigado ἀνερεύνητα ὄντα ... λέγειν Pl.Hp.Ma.298c, τὸ περὶ τῆς νομοθεσίας Arist.EN 1181b12
•no explorado ὠκεανός Peripl.M.Rubri 18.
German (Pape)
[Seite 226] unerforscht, Eur. Ion. 255; Plat. Hipp. mai. 298 c; unerforschlich, όνόματα Crat. 421 d u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non exploré.
Étymologie: ἀ, ἐρευνάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνερεύνητος:
1 неисследованный (ἀνερεύνητα λέγειν Plat.; ἀνερεύνητον παραλιπεῖν τι Arst.);
2 не поддающийся исследованию, непостижимый, таинственный (ὀνόματα Plat.): ἀνερεύνητα (v.l. ἀνερμήνευτα) δυσθυμεῖσθαι Eur. ломать себе голову над тайнами.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερεύνητος: -ον, ὁ μὴ ἀνερευνηθείς, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298C· ἀν. παραλιπεῖν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 22. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀνερευνήσῃ ἢ νὰ ἀνεύρῃ, Πλάτ. Κρατ. 421D: ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι, ἀθυμῶ, βασανίζομαι περὶ ἀνερευνήτων, ἀνεξιχνιάστων πραγμάτων, Εὐρ. Ἴων 255.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνερεύνητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ερευνηθεί, ανεξέταστος, ανεξιχνίαστος.
Greek Monotonic
ἀνερεύνητος: -ον (ἐρευνάω),
1. αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, σε Πλάτ.
2. αυτός που δεν μπορεί να εντοπισθεί, ανεξιχνίαστος, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἐρευνάω
1. not investigated, Plat.
2. that cannot be found out, inscrutable, Eur.