ἀήθεια: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0044.png Seite 44]] ἡ, Ungewohntheit, Batrach. 72; Plat. Theaet. 175 d; τοῦ κακοπραγεῖν Thuc. 4, 55; oft Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0044.png Seite 44]] ἡ, [[Ungewohntheit]], Batrach. 72; Plat. Theaet. 175 d; τοῦ κακοπραγεῖν Thuc. 4, 55; oft Plut. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 04:21, 27 September 2023
English (LSJ)
Ion. ἀηθίη [ι- metri gr.], ἡ, (ἀήθης) unaccustomedness, novelty of a situation, Batr.72,Pl.Ti.18c; ἀ. τινος inexperience of a thing, Th.4.55; ὑπὸ ἀηθείας from inexperience, Pl.Tht.175d; δι' ἀήθειαν (cod. ἀλήθ-) Aen.Tact.38.3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ép. ἀηθείη, jón. ἀηθίη; ἀηθία E.Hel.418, EM 462.14G.
1 falta de costumbre εἰς ἀήθειαν πίπτει E.Hel.418, ἐν δέ οἱ ἦτορ πάλλετ' ἀηθείῃ Batr.(l) 72, τὰ δὲ παιδάρια ... πίπτουσιν ... ὑπὸ ἀηθίης Hp.Morb.Sacr.12.2, ὄφρα κολῳὸν ἀηθείῃ φοβέωνται A.R.2.1064
•carácter insólito, rareza c. gen. subjet. τῶν λεχθέντων Pl.Ti.18c, τι θαυμαστὸν ἀηθείᾳ Aristid.Or.50.7.
2 con gen. obj. inexperiencia, desconocimiento του κακοπραγεῖν Th.4.55, τόλμης Plu.2.784d, τῆς πτήσεως Gp.15.2.33, ὑπὸ ἀηθείας = por inexperiencia Pl.Tht.175d, Luc.DMar.6.2.
German (Pape)
[Seite 44] ἡ, Ungewohntheit, Batrach. 72; Plat. Theaet. 175 d; τοῦ κακοπραγεῖν Thuc. 4, 55; oft Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque d'habitude, inexpérience.
Étymologie: ἀήθης.
Russian (Dvoretsky)
ἀήθεια: ион. ἀηθείη ἡ непривычка, непривычность Batr., Plut.: ἀ. τινος Thuc. непривычка к чему-л.; ὑπὸ ἀηθείας Plat. с непривычки.
Greek (Liddell-Scott)
ἀήθεια: Ἰων. ἀηθίη, [ῑ], ἡ, (ἀήθης), ἡ καινότης καταστάσεώς τινος, Βατρ. 72· ἀήθ. τινός = ἀπειρία· Θουκ. 4. 55· ὑπὸ ἀηθείας = ἐξ ἀπειρίας, Πλάτ. Θεαίτ. 175D: ― πρβλ. ἀηθία.
Greek Monotonic
ἀήθεια: Ιων. -ίη [ῑ], ἡ (ἀήθης), έλλειψη συνήθειας, το πρωτόγνωρο κάποιας κατάστασης, σε Βατραχομ.· ἀήθειά τινος, απειρία σε κάτι, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀήθης
unaccustomedness, Batr.; ἀήθ. τινος inexperience of a thing, Thuc.