ζημιωτής: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 19: Line 19:
|mltxt=ο (AM [[ζημιωτής]]) [[ζημιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιφέρει [[ζημιά]], [[βλάβη]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[δήμιος]] («πανδήμιον αἰνίξασθαί ποτε τὸν κοινὸν ζημιωτὴν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιβάλλει [[ποινή]], [[τιμωρία]].
|mltxt=ο (AM [[ζημιωτής]]) [[ζημιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιφέρει [[ζημιά]], [[βλάβη]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[δήμιος]] («πανδήμιον αἰνίξασθαί ποτε τὸν κοινὸν ζημιωτὴν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιβάλλει [[ποινή]], [[τιμωρία]].
}}
}}
{{trml
|trtx=

Revision as of 09:12, 6 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζημιωτής Medium diacritics: ζημιωτής Low diacritics: ζημιωτής Capitals: ΖΗΜΙΩΤΗΣ
Transliteration A: zēmiōtḗs Transliteration B: zēmiōtēs Transliteration C: zimiotis Beta Code: zhmiwth/s

English (LSJ)

ζημιωτοῦ, ὁ, one who punishes, Sch.rec.A.Pr.77; executioner, Eust.1833.53.

German (Pape)

[Seite 1139] ὁ, der Bestrafende, Eust.; Schol. Aesch. Prom. 77.

Greek (Liddell-Scott)

ζημιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβάλλων ποινάς, τιμωρός, Σχόλ. Αἰσχύλ. Πρ. 77· - δήμιος, Εὐστ. 1833. 53.

Greek Monolingual

ο (AM ζημιωτής) ζημιώ
νεοελλ.
αυτός που επιφέρει ζημιά, βλάβη
μσν.
ο δήμιος («πανδήμιον αἰνίξασθαί ποτε τὸν κοινὸν ζημιωτὴν», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που επιβάλλει ποινή, τιμωρία.

{{trml |trtx=