πλουτίνδην: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Reichthum" to "Reichtum")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] adv., nach dem Reichthum od. Vermögen; Arist. pol. 2, 9; γεγενημένης τῆς ἐκλογῆς, Pol. 6, 20, 9; [[οὔτε]] [[ἀριστίνδην]] [[οὔτε]] πλ., Plut. Lys. 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] adv., nach dem Reichtum od. Vermögen; Arist. pol. 2, 9; γεγενημένης τῆς ἐκλογῆς, Pol. 6, 20, 9; [[οὔτε]] [[ἀριστίνδην]] [[οὔτε]] πλ., Plut. Lys. 13.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:45, 21 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτίνδην Medium diacritics: πλουτίνδην Low diacritics: πλουτίνδην Capitals: ΠΛΟΥΤΙΝΔΗΝ
Transliteration A: ploutíndēn Transliteration B: ploutindēn Transliteration C: ploutindin Beta Code: plouti/ndhn

English (LSJ)

Adv. according to wealth, π. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Arist.Pol.1273a24, cf. Ath.3.1, Plb.6.20.9, Plu.2.154c.

German (Pape)

[Seite 638] adv., nach dem Reichtum od. Vermögen; Arist. pol. 2, 9; γεγενημένης τῆς ἐκλογῆς, Pol. 6, 20, 9; οὔτε ἀριστίνδην οὔτε πλ., Plut. Lys. 13.

French (Bailly abrégé)

adv.
en choisissant parmi les plus riches.
Étymologie: πλοῦτος, -ινδην.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλουτίνδην [πλοῦτος] adv., op basis van rijkdom.

Russian (Dvoretsky)

πλουτίνδην: на основании богатства, т. е. по имущественному цензу Arst., Polyb.: π. ἀποδεικνύναι τοὺς ἄρχοντας Plut. назначать архонтов в соответствии с их имущественным положением.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τον πλούτο, την περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδην (πρβλ. αριστ-ίνδην κρατιστ-ίνδην)].

Greek Monotonic

πλουτίνδην: (πλοῦτος), επίρρ., σύμφωνα με τον πλούτο, πλουτίνδην αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτίνδην: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν πλοῦτον, πλ. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 2, 11, 4, 5, ἔκδ. Blass, Πολιτικ. 2. 11, 8, πρβλ. Πολύβ. 6. 20, 9, Πλούτ. 2. 154C. ἴδε ἀριστίνδην. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ 300.

Middle Liddell

πλοῦτος
adv. according to wealth, πλ. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Arist.