δυσθήρατος: Difference between revisions
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysthiratos | |Transliteration C=dysthiratos | ||
|Beta Code=dusqh/ratos | |Beta Code=dusqh/ratos | ||
|Definition=δυσθήρατον, [[hard to catch]], Arist.''HA''615a22, Plu.''Pomp.''38: metaph., τὸ δ. [τῆς φιλοσοφίας] Ph.1.234; δ. τἀληθές Plu.''Per.''13, cf. Ph.2.217, al. | |Definition=δυσθήρατον, [[hard to catch]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''615a22, Plu.''Pomp.''38: metaph., τὸ δ. [τῆς φιλοσοφίας] Ph.1.234; δ. τἀληθές Plu.''Per.''13, cf. Ph.2.217, al. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:48, 24 November 2023
English (LSJ)
δυσθήρατον, hard to catch, Arist.HA615a22, Plu.Pomp.38: metaph., τὸ δ. [τῆς φιλοσοφίας] Ph.1.234; δ. τἀληθές Plu.Per.13, cf. Ph.2.217, al.
Spanish (DGE)
(δυσθήρᾱτος) -ον
• Alolema(s): δυσθήρητος Sch.Opp.C.1.513
1 difícil de cazar κίγκλος Arist.HA 615a22, κόσσυφοι Arist.Mir.831b17, τάρανδος Arist.Mir.832b11, Ph.1.384, ἰουλίς Hermipp.Hist.55, glos. a ἀθήρητος Sch.Opp.l.c.
•metáf. de pers. ἑώρα Μιθριδάτην δυσθήρατον ὄντα τοῖς ὅπλοις Plu.Pomp.38, γυνή Aristaenet.1.17.26, cf. Longus 2.5.2.
2 fig. difícil de descubrir, de alcanzar o de captar ἐχθρός Ph.1.459, cf. 2.201, de Dios, Ph.1.570, Clem.Al.Strom.2.2.5, ἡ παρακμή τοῦ παντὸς νοσήματος Aët.5.19, cf. Gal.9.667, ἡ ἀλήθεια Plu.2.17d, cf. Ph.1.508, Plu.Per.13, Iambl.Protr.21, Basil.Spir.2.17, ἡ ἀρετή Didym.Gen.104.6
•difícil de entender αἰτία Plu.2.680f, σοφία Clem.Al.Strom.5.4.23, ὀλίγα ... τῆς φιλοσοφίας ἀμυδρά τε καὶ δυσθήρατα de la filosofía de Pitágoras, Porph.VP 58, cf. Iambl.VP 252, ἡ διαφορά Them.in de An.92.13, δ. τῆς λέξεως ταύτης ὁ νοῦς Basil.M.31.385D, cf. Vett.Val.260.12, Gr.Nyss.Eun.1.243
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de entender Didym.in Eccl.231.6.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zu jagen, zu fangen; Arist. H. A. 9, 12; Plut. Pomp. 38; überte., τὸ ἀληθές, Pericl. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à capturer, à prendre;
2 fig. difficile à saisir.
Étymologie: δυσ-, θηράω.
Russian (Dvoretsky)
δυσθήρᾱτος: с трудом уловимый (ὁ κίγκλος Arst.; τοῖς ὅπλοις, перен. τὸ ἀληθές Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσθήρᾱτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ θηρεύσῃ ἢ συλλάβῃ τις, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 12, 1, κ. ἀλλ.· μεταφ., δ. τἀληθὲς Πλούτ. Περικλ. 13.
Greek Monolingual
δυσθήρατος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι δύσκολο να συλληφθεί
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσθήρατον
η ιδιότητα του δυσθήρατου.
Greek Monotonic
δυσθήρᾱτος: -ον (θηράω), αυτός που δύσκολα θηρεύεται, πιάνεται, συλλαμβάνεται, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-θήρᾱτος, ον θηράω
hard to catch, Plut.