ἀμφικέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfikefalos
|Transliteration C=amfikefalos
|Beta Code=a)mfike/falos
|Beta Code=a)mfike/falos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[two-headed]], <span class="bibl">Eub.107.10</span> (in poet. form [[ἀμφικέφαλλος]]); of the [[ἀμφίσβαινα]], Gal.14.243; <b class="b3">σκέλους τὸ ἀ</b>., i.e. the thighbone, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>404a5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of a couch, [[having two places for the head]], i.e. [[two ends]], κλίνη <span class="title">IG</span>1.277d (<b class="b3">-κνέφαλλος</b> wrongly cited by <span class="bibl">Poll.10.36</span>).</span>
|Definition=ἀμφικέφαλον,<br><span class="bld">A</span> [[two-headed]], Eub.107.10 (in ''poet.'' form [[ἀμφικέφαλλος]]); of the [[ἀμφίσβαινα]], Gal.14.243; <b class="b3">σκέλους τὸ ἀ.</b>, i.e. the thighbone, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''404a5.<br><span class="bld">II</span> of a [[couch]], [[having two places for the head]], i.e. [[having two ends]], κλίνη ''IG''1.277d (ἀμφικνέφαλλος wrongly cited by Poll.10.36).
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀμφικέφᾰλος) -ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀμφικνέφαλος Synes.<i>Ep</i>.3, [[ἀμφικνέφαλλος]] Poll.10.36, poét. ἀμφικέφαλλος Eub.107.10 (cj.)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -κεφάλη (graf. -λλη) <i>SEG</i> 29.146.5 (Atenas IV a.C.)]<br /><b class="num">1</b> [[bicéfalo]], [[de dos cabezas]] de animales fabulosos, Eub.l.c., Gal.14.243.<br /><b class="num">2</b> [[de dos apófisis]] del fémur, Arist.<i>HA</i> 494<sup>a</sup>5.<br /><b class="num">3</b> [[con dos cabeceras]] κλίνη <i>IG</i> 1<sup>2</sup>.330.7, Pl.Com.34, <i>SEG</i> [[l.c.]], Poll.l.c., Synes.l.c., Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0139.png Seite 139]] zweiköpfig, [[κλίνη]], VLL., ein Lager, das auf beiden Enden Kopfkissen hat, bei Eubul. Ath. 449 e (v. 10) κλίνῃ ἀμφικέφαλλος, s. [[ἀμφικνέφαλος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0139.png Seite 139]] zweiköpfig, [[κλίνη]], VLL., ein Lager, das auf beiden Enden Kopfkissen hat, bei Eubul. Ath. 449 e (v. 10) κλίνῃ ἀμφικέφαλλος, s. [[ἀμφικνέφαλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφικέφᾰλος:''' [[двуглавый]]: σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον Arst. двуглавая часть ноги, т. е. бедренная кость ([[μηρός]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφικέφᾰλος''': -ον, [[δικέφαλος]], Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 10 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ἀμφικέφαλλος)· σκέλους τό ἀμφ., ὅ ἐ. τὸ [[ὀστοῦν]] τοῦ μηροῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 5. ΙΙ. ἐπὶ ἀνακλίντρου ἔχοντος δύο θέσεις διὰ τὴν κεφαλήν, Πολυδ. 10. 36· «[[κλίνη]] [[ἀμφικέφαλος]]: ἡ ἔχουσα [[ἑκατέρωθεν]] ἀνάκλιντρον» Φωτίου Λεξ. ἐν λ. [[κλίνη]]· ἀμφ. [[καθέδρα]] Συνέσ. 158C (πρβλ. [[ἀμφικνέφαλλος]]).
|lstext='''ἀμφικέφᾰλος''': -ον, [[δικέφαλος]], Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 10 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ἀμφικέφαλλος)· σκέλους τό ἀμφ., ὅ ἐ. τὸ [[ὀστοῦν]] τοῦ μηροῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 5. ΙΙ. ἐπὶ ἀνακλίντρου ἔχοντος δύο θέσεις διὰ τὴν κεφαλήν, Πολυδ. 10. 36· «[[κλίνη]] [[ἀμφικέφαλος]]: ἡ ἔχουσα [[ἑκατέρωθεν]] ἀνάκλιντρον» Φωτίου Λεξ. ἐν λ. [[κλίνη]]· ἀμφ. [[καθέδρα]] Συνέσ. 158C (πρβλ. [[ἀμφικνέφαλλος]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀμφικέφᾰλος) -ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀμφικνέφαλος Synes.<i>Ep</i>.3, [[ἀμφικνέφαλλος]] Poll.10.36, poét. ἀμφικέφαλλος Eub.107.10 (cj.)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -κεφάλη (graf. -λλη) <i>SEG</i> 29.146.5 (Atenas IV a.C.)]<br /><b class="num">1</b> [[bicéfalo]], [[de dos cabezas]] de animales fabulosos, Eub.l.c., Gal.14.243.<br /><b class="num">2</b> [[de dos apófisis]] del fémur, Arist.<i>HA</i> 494<sup>a</sup>5.<br /><b class="num">3</b> [[con dos cabeceras]] κλίνη <i>IG</i> 1<sup>2</sup>.330.7, Pl.Com.34, <i>SEG</i> [[l.c.]], Poll.l.c., Synes.l.c., Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφικέφαλος]], -ον (ΑΜ) [[κεφαλή]]<br />[[δικέφαλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο θέσεις για το [[κεφάλι]], όπως το [[ανάκλιντρο]]<br /><b>2.</b> (για [[κρεβάτι]]) αυτό που έχει [[προσκέφαλο]] και στις δύο πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν ([[επειδή]] έχει εξογκώσεις στα δύο [[άκρα]] του).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]].
|mltxt=[[ἀμφικέφαλος]], -ον (ΑΜ) [[κεφαλή]]<br />[[δικέφαλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο θέσεις για το [[κεφάλι]], όπως το [[ανάκλιντρο]]<br /><b>2.</b> (για [[κρεβάτι]]) αυτό που έχει [[προσκέφαλο]] και στις δύο πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν ([[επειδή]] έχει εξογκώσεις στα δύο [[άκρα]] του).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφικέφᾰλος:''' двуглавый: σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον Arst. двуглавая часть ноги, т. е. бедренная кость ([[μηρός]]).
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικέφᾰλος Medium diacritics: ἀμφικέφαλος Low diacritics: αμφικέφαλος Capitals: ΑΜΦΙΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: amphiképhalos Transliteration B: amphikephalos Transliteration C: amfikefalos Beta Code: a)mfike/falos

English (LSJ)

ἀμφικέφαλον,
A two-headed, Eub.107.10 (in poet. form ἀμφικέφαλλος); of the ἀμφίσβαινα, Gal.14.243; σκέλους τὸ ἀ., i.e. the thighbone, Arist.HA404a5.
II of a couch, having two places for the head, i.e. having two ends, κλίνη IG1.277d (ἀμφικνέφαλλος wrongly cited by Poll.10.36).

Spanish (DGE)

(ἀμφικέφᾰλος) -ον
• Grafía: graf. ἀμφικνέφαλος Synes.Ep.3, ἀμφικνέφαλλος Poll.10.36, poét. ἀμφικέφαλλος Eub.107.10 (cj.)
• Morfología: [fem. -κεφάλη (graf. -λλη) SEG 29.146.5 (Atenas IV a.C.)]
1 bicéfalo, de dos cabezas de animales fabulosos, Eub.l.c., Gal.14.243.
2 de dos apófisis del fémur, Arist.HA 494a5.
3 con dos cabeceras κλίνη IG 12.330.7, Pl.Com.34, SEG l.c., Poll.l.c., Synes.l.c., Hsch.

German (Pape)

[Seite 139] zweiköpfig, κλίνη, VLL., ein Lager, das auf beiden Enden Kopfkissen hat, bei Eubul. Ath. 449 e (v. 10) κλίνῃ ἀμφικέφαλλος, s. ἀμφικνέφαλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφικέφᾰλος: двуглавый: σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον Arst. двуглавая часть ноги, т. е. бедренная кость (μηρός).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικέφᾰλος: -ον, δικέφαλος, Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 10 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ἀμφικέφαλλος)· σκέλους τό ἀμφ., ὅ ἐ. τὸ ὀστοῦν τοῦ μηροῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 5. ΙΙ. ἐπὶ ἀνακλίντρου ἔχοντος δύο θέσεις διὰ τὴν κεφαλήν, Πολυδ. 10. 36· «κλίνη ἀμφικέφαλος: ἡ ἔχουσα ἑκατέρωθεν ἀνάκλιντρον» Φωτίου Λεξ. ἐν λ. κλίνη· ἀμφ. καθέδρα Συνέσ. 158C (πρβλ. ἀμφικνέφαλλος).

Greek Monolingual

ἀμφικέφαλος, -ον (ΑΜ) κεφαλή
δικέφαλος
μσν.
1. αυτός που έχει δύο θέσεις για το κεφάλι, όπως το ανάκλιντρο
2. (για κρεβάτι) αυτό που έχει προσκέφαλο και στις δύο πλευρές
αρχ.
φρ. «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν (επειδή έχει εξογκώσεις στα δύο άκρα του).
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀμφι- + -κέφαλος < κεφαλή.