καπρία: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kapria | |Transliteration C=kapria | ||
|Beta Code=kapri/a | |Beta Code=kapri/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> the [[ovary of sows]], cut out to prevent their [[breeding]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''632a21.<br><span class="bld">II</span> [[virus in sows]], like [[ἱππομανές]] in mares, ib.572a21, 573b2.<br><span class="bld">III</span> [[dance in armour]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">IV</span> = [[κάππαρις]], Dsc.2.173. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καπρία:''' ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''καπρία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> (у свиней), [[яичник]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[выделение половых желез свиньи]] Arst. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 21:06, 27 November 2023
English (LSJ)
ἡ,
A the ovary of sows, cut out to prevent their breeding, Arist.HA632a21.
II virus in sows, like ἱππομανές in mares, ib.572a21, 573b2.
III dance in armour, Hsch.
IV = κάππαρις, Dsc.2.173.
German (Pape)
[Seite 1324] ἡ, = καπρέα.
Russian (Dvoretsky)
καπρία: ἡ
1 (у свиней), яичник Arst.;
2 выделение половых желез свиньи Arst.
Greek (Liddell-Scott)
καπρία: ἡ, τὸ μέρος τῆς μήτρας τῶν θηλειῶν, ὑῶν ἐν ᾧ τὰ ᾠάρια· τοῦτο ἐκτέμνουσιν ἐνίοτε ὅπως ἐμποδίσωσι τὴν πρὸς τὴν ὀχείαν ὁρμὴν τοῦ ζῴου, ἐκτέμνεται δὲ καὶ ἡ καπρία τῶν θηλειῶν ὑῶν, ὥστε μηκέτι δεῖσθαι ὀχείας, ἀλλὰ πιαίνεσθαι ταχέως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 17. ΙΙ. οὐσία τις ὡς τὸ ἱππομανὲς τῶν θηλειῶν ἵππων, ἥτις ἐκρέει ἐκ τῶν θηλειῶν ὑῶν μετὰ τὴν ὀχείαν, αὐτόθι 6. 18, 10 καὶ 26.
Greek Monolingual
καπρία, ἡ (Α) κάπρος
1. η ωοθήκη τών θηλυκών χοίρων την οποία έκοβαν μερικές φορές για να σταματήσουν την ορμή του ζώου για οχεία και την αναπαραγωγή
2. υγρό που ρέει από τους θηλυκούς χοίρους μετά την οχεία
3. (κατά τον Ησύχ.) χορός ενόπλων
4. η κάππαρη.