σπούδαξ: Difference between revisions
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spoydaks | |Transliteration C=spoydaks | ||
|Beta Code=spou/dac | |Beta Code=spou/dac | ||
|Definition=[[ἀλετρίβανος]], Hsch. | |Definition=[[ἀλετρίβανος]] ([[pestle]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀλετρίβανος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός [[εκφραστικός]] τ. <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> ( | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀλετρίβανος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός [[εκφραστικός]] τ. <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> ([[πρβλ]]. [[αὖλαξ]]). Η σημ. του τ. «[[γουδί]]», αν δεν [[είναι]] μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. της ρίζας του ρ. [[σπεύδω]] «[[πιέζω]], [[συνθλίβω]]» (<b>βλ.</b> [[σπεύδω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:06, 12 December 2023
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
σπούδαξ: «ἀλεκτρίβανος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός εκφραστικός τ. < σπουδή + επίθημα -αξ (πρβλ. αὖλαξ). Η σημ. του τ. «γουδί», αν δεν είναι μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. της ρίζας του ρ. σπεύδω «πιέζω, συνθλίβω» (βλ. σπεύδω)].