ἐμφαντικός: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emfantikos
|Transliteration C=emfantikos
|Beta Code=e)mfantiko/s
|Beta Code=e)mfantiko/s
|Definition=ἡ, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">expressive, indicative</b>, <b class="b3">τινός</b> of a thing, <span class="bibl">Ph.1.149</span>, Plu.2.747e, 1010c, <span class="bibl">Demetr. <span class="title">Eloc.</span>283</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>8.9</span>, etc.; τῆς δικαιοσύνης -ωτάτη ἡ πεντάς <span class="title">Theol.Ar.</span>27: abs., <b class="b2">expressive, vivid</b>, παράκλησις <span class="bibl">Plb.18.23.2</span>, cf. Plu.2.1009e (Comp.), <span class="bibl">Ph.1.302</span> (Sup.). Adv. <b class="b3">-κῶς</b> <b class="b2">vividly, forcibly</b>, of a painter, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arat.</span>32</span>; ἐ. γράφεσθαι <span class="bibl">Plb.12.25g</span>.<span class="bibl">2</span>; τρανοῦν <span class="bibl">Ph.2.140</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">Plb.12.27.10</span>: Sup. -ώτατα <span class="bibl">Ph.1.50</span>: also <b class="b3">-κῶς τοῦ κινδύνου</b> <b class="b2">setting forth</b> the danger [[clearly]], <span class="bibl">Plb.11.12.1</span>.--<b class="b3">ἐμφατικός</b> (q. v.) is a common v.l.</span>
|Definition=ἡ, όν, [[expressive]], [[indicative]], τινός of a thing, Ph.1.149, Plu.2.747e, 1010c, Demetr. ''Eloc.''283, A.D.''Pron.''8.9, etc.; τῆς δικαιοσύνης ἐμφαντικωτάτη [[πεντάς]] ''Theol.Ar.''27: abs., [[expressive]], [[vivid]], [[παράκλησις]] Plb.18.23.2, cf. Plu.2.1009e (Comp.), Ph.1.302 (Sup.). Adv. [[ἐμφαντικῶς]] = [[vividly]], [[forcibly]], of a [[painter]], Plu.''Arat.''32; ἐ. γράφεσθαι Plb.12.25g.2; τρανοῦν Ph.2.140: Comp. ἐμφαντικώτερον Plb.12.27.10: Sup. ἐμφαντικώτατα Ph.1.50: also <b class="b3">ἐμφαντικῶς τοῦ κινδύνου</b> [[set forth|setting forth]] the [[danger]] [[clearly]], Plb.11.12.1.—[[ἐμφατικός]] ([[quod vide|q.v.]]) is a common v.l.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Grafía:</b> frec. alternando en los cód. c. [[ἐμφατικός]] q.u.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>sin rég. [[expresivo]], [[enfático]] de discursos, obras literarias y artísticas ἡ σφοδρότης ἐ. λόγος ἐστίν Aristid.<i>Rh</i>.1.119, [[ἀποσιώπησις]] ἐμφαντικώτερον ποιεῖ τὸν λόγον Plu.2.1009e, cf. Ariston.<i>Il</i>.9.44, ὀνόματα Aristid.<i>Rh</i>.2.133, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.158.2, τὸ σημαινόμενον Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.16<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. y sup. como adv. ἐμφαντικώτερον εἴρηκε Plb.12.27.10, ἐμφαντικώτατα παριστάς Ph.1.148, Basil.M.29.248C, c. dat. de limitación ἐμφαντικώτερον τῇ ὀνομασίᾳ Aristid.<i>Rh</i>.1.117.<br /><b class="num">2</b> gener. c. gen. [[que representa]], [[que expresa]] πάθους ref. los movimientos de la danza, Plu.2.747e, cf. 1010b, ἐναντιότητος Aristid.Quint.102.4, cf. Iambl.<i>VP</i> 67, Anatolius en <i>Theol.Ar</i>.27, ἰσότητός τε καὶ ἀνισότητος Nicom.<i>Ar</i>.2.18, σύμβολον ἦν ἑκάστῳ τῆς τάξεως ἐμφαντικόν Porph.<i>Abst</i>.4.6, τῆς τοῦ τεκόντος οὐσίας ἐ. de Jesucristo, Cyr.Al.<i>Dial.Trin</i>.5.563e<br /><b class="num">•</b>[[indicativo]] de ciertos síntomas ἐμφαντικόν ἐστι τοῦ τὴν διάθεσιν εἶναι μείζονα Gal.12.994<br /><b class="num"></b>gram. [[expresivo]], [[que expresa]], [[que porta una categoría]] c. gen. ὅσαι (ἀντωνυμίαι) γένους ἐμφαντικαί A.D.<i>Pron</i>.8.9.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἐμφαντικῶς]] = [[con fuerza]], [[con intensidad]], [[enfáticamente]] τρανοῦν Ph.2.140, de discursos y obras artísticas παρεκάλει βραχέως μέν, ἐ. δὲ τοῦ παρόντος κινδύνου Plb.11.12.1, cf. 18.23.2, οὔτ' ἐμπείρως ὑπὸ τῶν βιβλιακῶν οὔτ' ἐ. οὐδενὸς γραφομένου Plb.12.25g.2, εἰρῆσθαι Origenes <i>Cels</i>.6.57, γράφειν Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.119, cf. Sch.Th.3.10<br /><b class="num"></b>c. dat. ἐποίησεν ἐ. τῇ διαθέσει τὴν μάχην de una pintura, Plu.<i>Arat</i>.32.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0819.png Seite 819]] ή, όν, = [[ἐμφατικός]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0819.png Seite 819]] ή, όν, = [[ἐμφατικός]], w. m. s.
}}
{{ls
|lstext='''ἐμφαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμφαίνων, [[ἐκφραστικός]], [[μετὰ]] γεν., πάθους τινὸς ἐμφαντικὸν Πλούτ. 747Ε, 1010C: ἀπόλ., [[ἐκφραστικός]], [[ζωηρός]], ἡ δὲ [[παράκλησις]] ἦν [[αὐτοῦ]] βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ [[γνώριμος]] τοῖς ἀκούουσιν Πολύβ. 18. 6, 2, Πλούτ. 1009Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, ζωηρῶς, ἰσχυρῶς, [[μετὰ]] δυνάμεως, ἐπὶ ζωγράφων, Πλούτ. Ἄρατ. 32· ἐμφ. παρακαλεῖν Πολύβ. 11. 12, 1· συγκριτ. -ώτερον ὁ [[αὐτός]]· ὑπερθ. -ώτατα Φίλων 1. 50· ἐμφατικὸς [[εἶναι]] [[συνήθης]] δι. γρ., ἴδε Wyttenb. Πλούτ. 2. 104Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à signifier, significatif de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐμφαίνω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à signifier, significatif de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐμφαίνω]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> frec. alternando en los cód. c. [[ἐμφατικός]] q.u.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>sin rég. [[expresivo]], [[enfático]] de discursos, obras literarias y artísticas ἡ σφοδρότης ἐ. λόγος ἐστίν Aristid.<i>Rh</i>.1.119, [[ἀποσιώπησις]] ἐμφαντικώτερον ποιεῖ τὸν λόγον Plu.2.1009e, cf. Ariston.<i>Il</i>.9.44, ὀνόματα Aristid.<i>Rh</i>.2.133, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.158.2, τὸ σημαινόμενον Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.16<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. y sup. como adv. ἐμφαντικώτερον εἴρηκε Plb.12.27.10, ἐμφαντικώτατα παριστάς Ph.1.148, Basil.M.29.248C, c. dat. de limitación ἐμφαντικώτερον τῇ ὀνομασίᾳ Aristid.<i>Rh</i>.1.117.<br /><b class="num">2</b> gener. c. gen. [[que representa]], [[que expresa]] πάθους ref. los movimientos de la danza, Plu.2.747e, cf. 1010b, ἐναντιότητος Aristid.Quint.102.4, cf. Iambl.<i>VP</i> 67, Anatolius en <i>Theol.Ar</i>.27, ἰσότητός τε καὶ ἀνισότητος Nicom.<i>Ar</i>.2.18, σύμβολον ἦν ἑκάστῳ τῆς τάξεως ἐμφαντικόν Porph.<i>Abst</i>.4.6, τῆς τοῦ τεκόντος οὐσίας ἐ. de Jesucristo, Cyr.Al.<i>Dial.Trin</i>.5.563e<br /><b class="num">•</b>[[indicativo]] de ciertos síntomas ἐμφαντικόν ἐστι τοῦ τὴν διάθεσιν εἶναι μείζονα Gal.12.994<br /><b class="num">•</b>gram. [[expresivo]], [[que expresa]], [[que porta una categoría]] c. gen. ὅσαι (ἀντωνυμίαι) γένους ἐμφαντικαί A.D.<i>Pron</i>.8.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con fuerza]], [[con intensidad]], [[enfáticamente]] τρανοῦν Ph.2.140, de discursos y obras artísticas παρεκάλει βραχέως μέν, ἐ. δὲ τοῦ παρόντος κινδύνου Plb.11.12.1, cf. 18.23.2, οὔτ' ἐμπείρως ὑπὸ τῶν βιβλιακῶν οὔτ' ἐ. οὐδενὸς γραφομένου Plb.12.25g.2, εἰρῆσθαι Origenes <i>Cels</i>.6.57, γράφειν Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.119, cf. Sch.Th.3.10<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἐποίησεν ἐ. τῇ διαθέσει τὴν μάχην de una pintura, Plu.<i>Arat</i>.32.
|elrutext='''ἐμφαντικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[выражающий]], [[обозначающий]] (πάθους τινός Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[выразительный]] ([[παράκλησις]] [[βραχεῖα]] [[μέν]], ἐμφαντικὴ δὲ καὶ [[γνώριμος]] τοῖς ἀκούουσιν Polyb.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐμφαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμφαίνων, [[ἐκφραστικός]], μετὰ γεν., πάθους τινὸς ἐμφαντικὸν Πλούτ. 747Ε, 1010C: ἀπόλ., [[ἐκφραστικός]], [[ζωηρός]], ἡ δὲ [[παράκλησις]] ἦν αὐτοῦ βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ [[γνώριμος]] τοῖς ἀκούουσιν Πολύβ. 18. 6, 2, Πλούτ. 1009Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, ζωηρῶς, ἰσχυρῶς, μετὰ δυνάμεως, ἐπὶ ζωγράφων, Πλούτ. Ἄρατ. 32· ἐμφ. παρακαλεῖν Πολύβ. 11. 12, 1· συγκριτ. -ώτερον ὁ [[αὐτός]]· ὑπερθ. -ώτατα Φίλων 1. 50· ἐμφατικὸς [[εἶναι]] [[συνήθης]] δι. γρ., ἴδε Wyttenb. Πλούτ. 2. 104Β.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐμφαντικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καθιστά [[κάτι]] [[τελείως]] εμφανές, [[παραστατικός]], [[εκφραστικός]], [[εναργής]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[έντονος]], υπογραμμισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλωτικός]], [[ενδεικτικός]]<br /><b>2.</b> [[εκφραστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφαντικώς</i>, -<i>ά</i><br />με τρόπο εμφαντικό ή δηλωτικό, με [[έμφαση]], ζωηρά, με [[δύναμη]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐμφαντικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καθιστά [[κάτι]] [[τελείως]] εμφανές, [[παραστατικός]], [[εκφραστικός]], [[εναργής]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[έντονος]], υπογραμμισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλωτικός]], [[ενδεικτικός]]<br /><b>2.</b> [[εκφραστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφαντικώς</i>, -<i>ά</i><br />με τρόπο εμφαντικό ή δηλωτικό, με [[έμφαση]], ζωηρά, με [[δύναμη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμφαντικός:'''<br /><b class="num">1)</b> выражающий, обозначающий (πάθους τινός Plut.);<br /><b class="num">2)</b> выразительный ([[παράκλησις]] [[βραχεῖα]] [[μέν]], ἐμφαντικὴ δὲ καὶ [[γνώριμος]] τοῖς ἀκούουσιν Polyb.).
}}
}}

Latest revision as of 15:49, 15 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφαντικός Medium diacritics: ἐμφαντικός Low diacritics: εμφαντικός Capitals: ΕΜΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emphantikós Transliteration B: emphantikos Transliteration C: emfantikos Beta Code: e)mfantiko/s

English (LSJ)

ἡ, όν, expressive, indicative, τινός of a thing, Ph.1.149, Plu.2.747e, 1010c, Demetr. Eloc.283, A.D.Pron.8.9, etc.; τῆς δικαιοσύνης ἐμφαντικωτάτη ἡ πεντάς Theol.Ar.27: abs., expressive, vivid, παράκλησις Plb.18.23.2, cf. Plu.2.1009e (Comp.), Ph.1.302 (Sup.). Adv. ἐμφαντικῶς = vividly, forcibly, of a painter, Plu.Arat.32; ἐ. γράφεσθαι Plb.12.25g.2; τρανοῦν Ph.2.140: Comp. ἐμφαντικώτερον Plb.12.27.10: Sup. ἐμφαντικώτατα Ph.1.50: also ἐμφαντικῶς τοῦ κινδύνου setting forth the danger clearly, Plb.11.12.1.—ἐμφατικός (q.v.) is a common v.l.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Grafía: frec. alternando en los cód. c. ἐμφατικός q.u.
I 1sin rég. expresivo, enfático de discursos, obras literarias y artísticas ἡ σφοδρότης ἐ. λόγος ἐστίν Aristid.Rh.1.119, ἀποσιώπησις ἐμφαντικώτερον ποιεῖ τὸν λόγον Plu.2.1009e, cf. Ariston.Il.9.44, ὀνόματα Aristid.Rh.2.133, Alex.Aphr.in Top.158.2, τὸ σημαινόμενον Clem.Al.Paed.1.5.16
neutr. compar. y sup. como adv. ἐμφαντικώτερον εἴρηκε Plb.12.27.10, ἐμφαντικώτατα παριστάς Ph.1.148, Basil.M.29.248C, c. dat. de limitación ἐμφαντικώτερον τῇ ὀνομασίᾳ Aristid.Rh.1.117.
2 gener. c. gen. que representa, que expresa πάθους ref. los movimientos de la danza, Plu.2.747e, cf. 1010b, ἐναντιότητος Aristid.Quint.102.4, cf. Iambl.VP 67, Anatolius en Theol.Ar.27, ἰσότητός τε καὶ ἀνισότητος Nicom.Ar.2.18, σύμβολον ἦν ἑκάστῳ τῆς τάξεως ἐμφαντικόν Porph.Abst.4.6, τῆς τοῦ τεκόντος οὐσίας ἐ. de Jesucristo, Cyr.Al.Dial.Trin.5.563e
indicativo de ciertos síntomas ἐμφαντικόν ἐστι τοῦ τὴν διάθεσιν εἶναι μείζονα Gal.12.994
gram. expresivo, que expresa, que porta una categoría c. gen. ὅσαι (ἀντωνυμίαι) γένους ἐμφαντικαί A.D.Pron.8.9.
II adv. ἐμφαντικῶς = con fuerza, con intensidad, enfáticamente τρανοῦν Ph.2.140, de discursos y obras artísticas παρεκάλει βραχέως μέν, ἐ. δὲ τοῦ παρόντος κινδύνου Plb.11.12.1, cf. 18.23.2, οὔτ' ἐμπείρως ὑπὸ τῶν βιβλιακῶν οὔτ' ἐ. οὐδενὸς γραφομένου Plb.12.25g.2, εἰρῆσθαι Origenes Cels.6.57, γράφειν Clem.Al.Strom.2.20.119, cf. Sch.Th.3.10
c. dat. ἐποίησεν ἐ. τῇ διαθέσει τὴν μάχην de una pintura, Plu.Arat.32.

German (Pape)

[Seite 819] ή, όν, = ἐμφατικός, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à signifier, significatif de, gén..
Étymologie: ἐμφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφαντικός:
1 выражающий, обозначающий (πάθους τινός Plut.);
2 выразительный (παράκλησις βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἐμφαίνων, ἐκφραστικός, μετὰ γεν., πάθους τινὸς ἐμφαντικὸν Πλούτ. 747Ε, 1010C: ἀπόλ., ἐκφραστικός, ζωηρός, ἡ δὲ παράκλησις ἦν αὐτοῦ βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Πολύβ. 18. 6, 2, Πλούτ. 1009Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, ζωηρῶς, ἰσχυρῶς, μετὰ δυνάμεως, ἐπὶ ζωγράφων, Πλούτ. Ἄρατ. 32· ἐμφ. παρακαλεῖν Πολύβ. 11. 12, 1· συγκριτ. -ώτερον ὁ αὐτός· ὑπερθ. -ώτατα Φίλων 1. 50· ἐμφατικὸς εἶναι συνήθης δι. γρ., ἴδε Wyttenb. Πλούτ. 2. 104Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐμφαντικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθιστά κάτι τελείως εμφανές, παραστατικός, εκφραστικός, εναργής
2. ζωηρός, έντονος, υπογραμμισμένος
αρχ.
1. δηλωτικός, ενδεικτικός
2. εκφραστικός.
επίρρ...
εμφαντικώς, -ά
με τρόπο εμφαντικό ή δηλωτικό, με έμφαση, ζωηρά, με δύναμη.