δρηστοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dristosyni
|Transliteration C=dristosyni
|Beta Code=drhstosu/nh
|Beta Code=drhstosu/nh
|Definition=ἡ, Ep. for <b class="b3">δραστ-</b>, [[service]], Od. 15.321; δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη ''IG''3.1310.
|Definition=ἡ, Ep. for [[δραστοσύνη]], [[service]], Od. 15.321; δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη ''IG''3.1310.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 08:36, 17 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρηστοσύνη Medium diacritics: δρηστοσύνη Low diacritics: δρηστοσύνη Capitals: ΔΡΗΣΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: drēstosýnē Transliteration B: drēstosynē Transliteration C: dristosyni Beta Code: drhstosu/nh

English (LSJ)

ἡ, Ep. for δραστοσύνη, service, Od. 15.321; δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη IG3.1310.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Morfología: [plu. dat. -ῃσι IG 22.11205.1 (Atenas, imper.)]
servicio, labores domésticas, Od.15.321, plu. δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη IG l.c.

German (Pape)

[Seite 667] ἡ, das Dienen, Apoll Lex. Homer p. 60, 22 δρηστοσύνην· διακονίαν; Homer einmal, Odyss. 15, 321 δρησ τοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος; vielleicht las Apollon. δρηστοσ ύνην – ἐρίσσειε, Griech. accusat; – im plur., Inscr. 939.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
service, fonction de serviteur.
Étymologie: δράω.

Greek (Liddell-Scott)

δρηστοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ δραστ-, δραστηριότης περὶ τὴν διακονίαν, Ὀδ. Ο. 321· δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη Συλλ. Ἐπιγρ. 939.

English (Autenrieth)

(δρηστήρ): work, service, Od. 15.321†.

Greek Monolingual

δρηστοσύνη, η (Α)
περιποίηση, εξυπηρέτηση, διακονία.

Greek Monotonic

δρηστοσύνη: Ιων. αντί δραστ- (δράω), υπηρεσία, εξυπηρέτηση, περιποίηση, εκδούλευση, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

δρηστοσύνη, ἡ, n [ionic for δραστοσύνη δράω
service, Od.