ἠθμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ithmoeidis
|Transliteration C=ithmoeidis
|Beta Code=h)qmoeidh/s
|Beta Code=h)qmoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like a strainer]], [[perforated]], <span class="bibl">Hero <span class="title">Spir.</span>1.8</span>, Plu.2.699a; κοιλίαι <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ ἠ. ὀστοῦν</b> the [[ethmoid]] or [[perforated]] bone at the root of the nose, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>11.12</span>: more freq. in plural, <b class="b3">τὰ -ειδῆ</b>, with or without [[ὀστᾶ]], ib.<span class="bibl">8.7</span>; <b class="b3">ἠ. δεξαμεναί</b>, of the kidneys, prob. in <span class="bibl">Ph.2.244</span> (<b class="b3">αἱμο-, ἰσθμο-</b> codd., cf. <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>1.15</span>). Adv. -δῶς <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Anat.</span>52</span>.</span>
|Definition=ἠθμοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like a strainer]], [[perforated]], Hero ''Spir.''1.8, Plu.2.699a; κοιλίαι Aret.''SD''2.3.<br><span class="bld">II</span> τὸ [[ἠθμοειδὲς ὀστοῦν]] the [[ethmoid bone]] or [[perforated bone]] at the root of the nose, Gal.''UP''11.12: more freq. in plural, [[τὰ ἠθμοειδῆ]], with or without [[ὀστᾶ]], ib.8.7; ἠθμοειδεῖς δεξαμεναί, of the [[kidney]]s, prob. in Ph.2.244 (αἱμο-, ἰσθμο- codd., cf. Gal.''Nat.Fac.''1.15). Adv. [[ἠθμοειδῶς]] = [[in the shape of a filter]], [[in the shape of a strainer]] Ruf.''Anat.''52.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />pareil à un crible, percé comme un crible.<br />'''Étymologie:''' [[ἠθμός]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />[[pareil à un crible]], [[percé comme un crible]].<br />'''Étymologie:''' [[ἠθμός]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠθμοειδής:''' [[ситовидный]], [[решетчатый]] ([[πλεύμων]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἠθμοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με ηθμό, με [[σουρωτήρι]], [[διάτρητος]], [[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b><br /><b>1.</b> «ηθμοειδές [[οστό]]» — μικρό πορώδες [[οστό]] που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό [[τμήμα]] της βάσης του κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό τών ρινικών κοιλοτήτων<br /><b>2.</b> «ηθμοειδείς αρτηρίες» — κλάδοι της οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμονται στις ρινικές κοιλότητες<br /><b>3.</b> «ηθμοειδείς κυψέλες» — αεροφόροι κοιλότητες του ηθμοειδούς οστού που εκβάλλουν στις ρινικές κοιλότητες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠθμοειδώς</i> (Α)<br />με ηθμοειδή τρόπο, διηθητικά, στραγγιστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηθμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. [[ακανθοειδής]], [[σφαιροειδής]]. Η λ. ως [[ανατομικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>ethmoid</i> (<i>bone</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ηθμοειδής]]].
|mltxt=-ές (AM [[ἠθμοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με ηθμό, με [[σουρωτήρι]], [[διάτρητος]], [[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b><br /><b>1.</b> «ηθμοειδές [[οστό]]» — μικρό πορώδες [[οστό]] που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό [[τμήμα]] της βάσης του κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό τών ρινικών κοιλοτήτων<br /><b>2.</b> «ηθμοειδείς αρτηρίες» — κλάδοι της οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμονται στις ρινικές κοιλότητες<br /><b>3.</b> «ηθμοειδείς κυψέλες» — αεροφόροι κοιλότητες του ηθμοειδούς οστού που εκβάλλουν στις ρινικές κοιλότητες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[ἠθμοειδώς]]</i> (Α)<br />με ηθμοειδή τρόπο, διηθητικά, στραγγιστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηθμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. [[ακανθοειδής]], [[σφαιροειδής]]. Η λ. ως [[ανατομικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. [[ethmoid]] ([[ethmoid bone]]) <span style="color: red;"><</span> [[ηθμοειδής]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠθμοειδής:''' [[ситовидный]], [[решетчатый]] ([[πλεύμων]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 21 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθμοειδής Medium diacritics: ἠθμοειδής Low diacritics: ηθμοειδής Capitals: ΗΘΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ēthmoeidḗs Transliteration B: ēthmoeidēs Transliteration C: ithmoeidis Beta Code: h)qmoeidh/s

English (LSJ)

ἠθμοειδές,
A like a strainer, perforated, Hero Spir.1.8, Plu.2.699a; κοιλίαι Aret.SD2.3.
II τὸ ἠθμοειδὲς ὀστοῦν the ethmoid bone or perforated bone at the root of the nose, Gal.UP11.12: more freq. in plural, τὰ ἠθμοειδῆ, with or without ὀστᾶ, ib.8.7; ἠθμοειδεῖς δεξαμεναί, of the kidneys, prob. in Ph.2.244 (αἱμο-, ἰσθμο- codd., cf. Gal.Nat.Fac.1.15). Adv. ἠθμοειδῶς = in the shape of a filter, in the shape of a strainer Ruf.Anat.52.

German (Pape)

[Seite 1156] ές, nach Art eines Durchschlages oder Seihtuches, porös, ὀστοῦν, Poll. 4, 204; Medic.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
pareil à un crible, percé comme un crible.
Étymologie: ἠθμός, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

ἠθμοειδής: ситовидный, решетчатый (πλεύμων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠθμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ἠθμόν, διυλιστήριον, τρυπητόν, Πλούτ. 2. 699Α. ΙΙ. τὸ ἠθ. ὀστοῦν, τὸ πλῆρες πόρων, ὡς ὁ σπόγγος, ὀστοῦν τὸ κατὰ τὴν ῥίζαν τῆς ῥινός, δι’ οὗ διέρχονται αἱ ἐκκρίσεις αὐτῆς, Γαλην.

Greek Monolingual

-ές (AM ἠθμοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης
νεοελλ.
φρ. ανατ.
1. «ηθμοειδές οστό» — μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα της βάσης του κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό τών ρινικών κοιλοτήτων
2. «ηθμοειδείς αρτηρίες» — κλάδοι της οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμονται στις ρινικές κοιλότητες
3. «ηθμοειδείς κυψέλες» — αεροφόροι κοιλότητες του ηθμοειδούς οστού που εκβάλλουν στις ρινικές κοιλότητες.
επίρρ...
ἠθμοειδώς (Α)
με ηθμοειδή τρόπο, διηθητικά, στραγγιστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός + -ειδής (< είδος), πρβλ. ακανθοειδής, σφαιροειδής. Η λ. ως ανατομικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ethmoid (ethmoid bone) < ηθμοειδής].