κνησμώδης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=knismodis
|Transliteration C=knismodis
|Beta Code=knhsmw/dhs
|Beta Code=knhsmw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[affected with itching]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>6.9</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.15</span>, Gal.10.261. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[accompanied with itching]] or [[irritation]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>887a35</span>, Gal.7.197. Adv. -δῶς Id.19.70. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[causing irritation]], ἅλες <span class="bibl">Str. 11.13.2</span>.</span>
|Definition=κνησμῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[affected with itching]], Hp.''Aph.''6.9, Aret.''SD''1.15, Gal.10.261.<br><span class="bld">II</span> [[accompanied with itching]] or [[accompanied with irritation]], Arist.''Pr.''887a35, Gal.7.197. Adv. [[κνησμωδῶς]] = [[with itching]] Id.19.70.<br><span class="bld">III</span> [[causing irritation]], ἅλες Str. 11.13.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1460.png Seite 1460]] ες, Kitzel erregend, Hippocr.; mit Jucken oder Kitzeln behaftet, [[διάθεσις]], id. – S. κνισμ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1460.png Seite 1460]] ες, [[Kitzel erregend]], Hippocr.; [[mit Jucken oder Kitzeln behaftet]], [[διάθεσις]], id. – S. κνισμ.
}}
{{elnl
|elnltext=κνησμώδης -ες [κνησμός] [[jeuk opwekkend]], [[irriterend]]. [[aan jeuk lijdend]].
}}
{{elru
|elrutext='''κνησμώδης:''' [[сопровождающийся зудом]] (''[[sc.]]'' νόσοι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[κνησμώδης]], -ῶδες) [[κνησμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί κνησμό, [[ερεθιστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από κνησμό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή [[έξαψη]] («[[ψωρώδης]] [[διάθεσις]] ή [[λεπρώδης]] ή [[αλφώδης]] ή [[κνησμώδης]]», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κνησμωδώς</i> (Α)<br />με τρόπο που προκαλεί κνησμό («δάκνεσθαι κνησμωδώς», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=-ες (AM [[κνησμώδης]], -ῶδες) [[κνησμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί κνησμό, [[ερεθιστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από κνησμό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή [[έξαψη]] («[[ψωρώδης]] [[διάθεσις]] ή [[λεπρώδης]] ή [[αλφώδης]] ή [[κνησμώδης]]», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κνησμωδώς</i> (Α)<br />με τρόπο που προκαλεί κνησμό («δάκνεσθαι κνησμωδώς», <b>Γαλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κνησμώδης:''' сопровождающийся зудом (sc. νόσοι Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=κνησμώδης -ες [κνησμός] jeuk opwekkend, irriterend. aan jeuk lijdend.
}}
}}

Latest revision as of 17:03, 2 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνησμώδης Medium diacritics: κνησμώδης Low diacritics: κνησμώδης Capitals: ΚΝΗΣΜΩΔΗΣ
Transliteration A: knēsmṓdēs Transliteration B: knēsmōdēs Transliteration C: knismodis Beta Code: knhsmw/dhs

English (LSJ)

κνησμῶδες,
A affected with itching, Hp.Aph.6.9, Aret.SD1.15, Gal.10.261.
II accompanied with itching or accompanied with irritation, Arist.Pr.887a35, Gal.7.197. Adv. κνησμωδῶς = with itching Id.19.70.
III causing irritation, ἅλες Str. 11.13.2.

German (Pape)

[Seite 1460] ες, Kitzel erregend, Hippocr.; mit Jucken oder Kitzeln behaftet, διάθεσις, id. – S. κνισμ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνησμώδης -ες [κνησμός] jeuk opwekkend, irriterend. aan jeuk lijdend.

Russian (Dvoretsky)

κνησμώδης: сопровождающийся зудом (sc. νόσοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κνησμώδης: -ες, πάσχων ἐκ κνησμοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1256, κτλ. ΙΙ. ἔχων κνησμόν, Ἀριστ. Προβλ. 7. 8, 3· ― Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην 19. 70. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε κνισμώδης.

Greek Monolingual

-ες (AM κνησμώδης, -ῶδες) κνησμός
1. αυτός που προκαλεί κνησμό, ερεθιστικός
2. αυτός που πάσχει από κνησμό
αρχ.
αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή έξαψηψωρώδης διάθεσις ή λεπρώδης ή αλφώδης ή κνησμώδης», Γαλ.).
επίρρ...
κνησμωδώς (Α)
με τρόπο που προκαλεί κνησμό («δάκνεσθαι κνησμωδώς», Γαλ.).