ἐπιπομπεύω: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιπομπεύω]] (Α) [[πομπεύω]]<br />[[τελώ]] [[πομπή]], [[κάνω]] θρίαμβο, και [[επομένως]] [[χαίρομαι]], [[πανηγυρίζω]] («ταῖς τῆς πατρίδος ἐπιπομπεύειν | |mltxt=[[ἐπιπομπεύω]] (Α) [[πομπεύω]]<br />[[τελώ]] [[πομπή]], [[κάνω]] θρίαμβο, και [[επομένως]] [[χαίρομαι]], [[πανηγυρίζω]] («ταῖς τῆς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῖς», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:24, 6 February 2024
English (LSJ)
triumph over, ταῖς τῆς πατρίδος συμφοραῖς Plu.Caes. 56.
German (Pape)
[Seite 972] worüber triumphiren, ταῖς πατρίδος συμφοραῖς Plut. Caes. 56.
French (Bailly abrégé)
triompher sur, triompher de, τινι.
Étymologie: ἐπί, πομπεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπομπεύω: досл. торжествовать, перен. злорадствовать (ταῖς συμφοραῖς τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπομπεύω: ἐμπομπεύω, πομπεύω ἐπί τινι, ταῖς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῖς οὐ καλῶς εἶχεν Πλουτ. Καῖσ. 56.
Greek Monolingual
ἐπιπομπεύω (Α) πομπεύω
τελώ πομπή, κάνω θρίαμβο, και επομένως χαίρομαι, πανηγυρίζω («ταῖς τῆς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῖς», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐπιπομπεύω: μέλ. -σω, θριαμβεύω, τινί, σε Πλούτ.