γαϊτάνι: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(7) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ γαϊτάνιν)<br /><b>1.</b> [[λεπτό]], μεταξωτό, μάλλινο ή βαμβακερό [[κορδόνι]], που χρησιμοποιείται για [[διακόσμηση]] ενδυμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πλέκω]] ή [[κάνω]] [[γαϊτάνι]]», [[μηχανορραφώ]] [[εναντίον]] κάποιου<br />β) «το [[παίρνω]] [[σκοινί]] [[γαϊτάνι]]» — [[επαναλαμβάνω]] [[κάτι]] με ενοχλητικό τρόπο<br /><b>2.</b> η κεντημένη [[άκρη]] υφάσματος<br /><b>3.</b> ο [[αποκριάτικος]] [[χορός]], [[γαϊτανάκι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φυλαχτό]]<br /><b>2.</b> (για μαλλιά) [[βόστρυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <b>τουρκ.</b> <i>ğajtαn</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(αραβ.)</b> <i> | |mltxt=το (Μ γαϊτάνιν)<br /><b>1.</b> [[λεπτό]], μεταξωτό, μάλλινο ή βαμβακερό [[κορδόνι]], που χρησιμοποιείται για [[διακόσμηση]] ενδυμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πλέκω]] ή [[κάνω]] [[γαϊτάνι]]», [[μηχανορραφώ]] [[εναντίον]] κάποιου<br />β) «το [[παίρνω]] [[σκοινί]] [[γαϊτάνι]]» — [[επαναλαμβάνω]] [[κάτι]] με ενοχλητικό τρόπο<br /><b>2.</b> η κεντημένη [[άκρη]] υφάσματος<br /><b>3.</b> ο [[αποκριάτικος]] [[χορός]], [[γαϊτανάκι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φυλαχτό]]<br /><b>2.</b> (για μαλλιά) [[βόστρυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <b>τουρκ.</b> <i>ğajtαn</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(αραβ.)</b> <i>hῖtan</i>, πληθ. του <i>hait</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] πιθ. από εθνικό <i>Γαϊτανός</i> <span style="color: red;"><</span> (όψιμο λατ.) <i>gaitanus</i>, κελτικής προελεύσεως]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:28, 6 February 2024
Greek Monolingual
το (Μ γαϊτάνιν)
1. λεπτό, μεταξωτό, μάλλινο ή βαμβακερό κορδόνι, που χρησιμοποιείται για διακόσμηση ενδυμάτων
νεοελλ.
1. φρ. α) «πλέκω ή κάνω γαϊτάνι», μηχανορραφώ εναντίον κάποιου
β) «το παίρνω σκοινί γαϊτάνι» — επαναλαμβάνω κάτι με ενοχλητικό τρόπο
2. η κεντημένη άκρη υφάσματος
3. ο αποκριάτικος χορός, γαϊτανάκι
μσν.
1. φυλαχτό
2. (για μαλλιά) βόστρυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. ğajtαn < (αραβ.) hῖtan, πληθ. του hait. Κατ' άλλη άποψη πιθ. από εθνικό Γαϊτανός < (όψιμο λατ.) gaitanus, κελτικής προελεύσεως].