Σφίγγα: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[Σφίγξ]], -ιγγός, ΝΜΑ, και Σφίξ, -ικός, και βοιωτ. τ. Φῑξ, φικός, Α<br /><b>1.</b> μυθολογικό [[τέρας]] τών αρχαίων Ελλήνων και τών Αιγυπτίων το οποίο παριστάνεται [[συνήθως]] με [[πρόσωπο]] και [[στήθος]] γυναίκας, [[σώμα]] λιονταριού, φτερά όρνιθας και [[ουρά]] φιδιού<br /><b>2.</b> [[ομοίωμα]] ή [[παράσταση]] [[αυτού]] του τέρατος<br /><b>3.</b> (ως προσηγορικό) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μιλά με αινιγματικό τρόπο, αυτός που αποκρύπτει τη [[σκέψη]] του, [[κρυψίνους]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσηγορικό)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άρπαγας]], [[άπληστος]]<br /><b>2.</b> [[πόρνη]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πιθήκου της Αιθιοπίας («σφίγγες καὶ κυνοκέφαλοι», <b>Αρτεμίδ. Ταρσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[Σφίγξ]], -<i>ιγγός</i> έχει συνδεθεί [[μάλλον]] παρετυμολογικά με το ρ. [[σφίγγω]], λόγω της φωνολογικής ομοιότητας τών τ. Πιθανότερο, [[ωστόσο]], [[είναι]] ότι πρόκειται για δάνεια λ., αιγυπτιακής προέλευσης, [[αρχικός]] τ. της οποίας θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο <i>Σφίξ</i>, -<i>ικός</i> ή ο <i>Φῖξ</i>, -<i>ικός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Φίκιον όρος</i>)].
|mltxt=η / [[Σφίγξ]], -ιγγός, ΝΜΑ, και Σφίξ, -ικός, και βοιωτ. τ. Φῖξ, φικός, Α<br /><b>1.</b> μυθολογικό [[τέρας]] τών αρχαίων Ελλήνων και τών Αιγυπτίων το οποίο παριστάνεται [[συνήθως]] με [[πρόσωπο]] και [[στήθος]] γυναίκας, [[σώμα]] λιονταριού, φτερά όρνιθας και [[ουρά]] φιδιού<br /><b>2.</b> [[ομοίωμα]] ή [[παράσταση]] [[αυτού]] του τέρατος<br /><b>3.</b> (ως προσηγορικό) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μιλά με αινιγματικό τρόπο, αυτός που αποκρύπτει τη [[σκέψη]] του, [[κρυψίνους]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσηγορικό)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άρπαγας]], [[άπληστος]]<br /><b>2.</b> [[πόρνη]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πιθήκου της Αιθιοπίας («σφίγγες καὶ κυνοκέφαλοι», <b>Αρτεμίδ. Ταρσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[Σφίγξ]], -<i>ιγγός</i> έχει συνδεθεί [[μάλλον]] παρετυμολογικά με το ρ. [[σφίγγω]], λόγω της φωνολογικής ομοιότητας τών τ. Πιθανότερο, [[ωστόσο]], [[είναι]] ότι πρόκειται για δάνεια λ., αιγυπτιακής προέλευσης, [[αρχικός]] τ. της οποίας θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο <i>Σφίξ</i>, -<i>ικός</i> ή ο <i>Φῖξ</i>, -<i>ικός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Φίκιον όρος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Greek Monolingual

η / Σφίγξ, -ιγγός, ΝΜΑ, και Σφίξ, -ικός, και βοιωτ. τ. Φῖξ, φικός, Α
1. μυθολογικό τέρας τών αρχαίων Ελλήνων και τών Αιγυπτίων το οποίο παριστάνεται συνήθως με πρόσωπο και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού
2. ομοίωμα ή παράσταση αυτού του τέρατος
3. (ως προσηγορικό) (για πρόσ.) αυτός που μιλά με αινιγματικό τρόπο, αυτός που αποκρύπτει τη σκέψη του, κρυψίνους
αρχ.
(ως προσηγορικό)
1. (για πρόσ.) άρπαγας, άπληστος
2. πόρνη
3. είδος πιθήκου της Αιθιοπίας («σφίγγες καὶ κυνοκέφαλοι», Αρτεμίδ. Ταρσ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. Σφίγξ, -ιγγός έχει συνδεθεί μάλλον παρετυμολογικά με το ρ. σφίγγω, λόγω της φωνολογικής ομοιότητας τών τ. Πιθανότερο, ωστόσο, είναι ότι πρόκειται για δάνεια λ., αιγυπτιακής προέλευσης, αρχικός τ. της οποίας θα πρέπει να θεωρηθεί ο Σφίξ, -ικός ή ο Φῖξ, -ικός (πρβλ. Φίκιον όρος)].