Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στεμφυλίτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stemfylitis
|Transliteration C=stemfylitis
|Beta Code=stemfuli/ths
|Beta Code=stemfuli/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, fem. στεμφῠλ-ῖτις, ιδος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[made from grapes already pressed]], <b class="b3">τρύγες στεμφυλίτιδες</b> wine made in this way, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.52</span>, <span class="bibl"><span class="title">Morb.</span>3.17</span>: <b class="b3">-ίτης</b>,= [[vinacium]], Gloss. <b class="b3">-ον, τό,</b> (στέμβω) [[mass of olives from which the oil has been pressed]], [[olivecake]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>806</span>: mostly in plural, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>64</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>45</span> (ubi v. Sch.), <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>392</span>; λιπῶσι στεμφύλοις <span class="bibl">Phryn.Com.38</span>, cf. Androcl. ap. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span> 1400a13</span>, <span class="bibl">Ath.2.56d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> pl., [[mass of pressed grapes]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>2.69</span>, <span class="bibl"><span class="title">Aff.</span>27</span> (where it seems to be a drink), Lyc.678, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>6.554.20</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>527.8</span> (iii B.C.); οἶνον ἀπὸ στεμφύλων <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Nu.</span>6.4</span>; σταφυλῆς στέμφυλα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>107</span>: in sg., Gal.6.576.—Signf. 1 is said to be Att. by Phryn.384.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, fem. [[στεμφυλῖτις]], ιδος,<br><span class="bld">A</span> [[made from grapes already pressed]], <b class="b3">τρύγες στεμφυλίτιδες</b> wine made in this way, Hp.''Vict.''2.52, ''Morb.''3.17: στεμφυλίτης = [[vinacium]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενν. [[οίνος]]) [[κρασί]] που λαμβάνεται από δεύτερη [[σύνθλιψη]] τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο [[δευτερίας]] [[οίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[αγγείο]] για [[κρασί]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τρύγες στεμφυλίτιδες» — ο [[δευτερίας]] [[οίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέμφυλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῖτις, -ίτιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενν. [[οίνος]]) [[κρασί]] που λαμβάνεται από δεύτερη [[σύνθλιψη]] τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο [[δευτερίας]] [[οίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[αγγείο]] για [[κρασί]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τρύγες στεμφυλίτιδες» — ο [[δευτερίας]] [[οίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέμφυλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[μηλίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:48, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεμφῠλίτης Medium diacritics: στεμφυλίτης Low diacritics: στεμφυλίτης Capitals: ΣΤΕΜΦΥΛΙΤΗΣ
Transliteration A: stemphylítēs Transliteration B: stemphylitēs Transliteration C: stemfylitis Beta Code: stemfuli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, fem. στεμφυλῖτις, ιδος,
A made from grapes already pressed, τρύγες στεμφυλίτιδες wine made in this way, Hp.Vict.2.52, Morb.3.17: στεμφυλίτης = vinacium, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 934] ὁ, tem. στεμφυλῖτις, von Trestern gemacht, οἶνος, Stechwein, Lauer; ἐλαῖαι, eingemachte, zerdrückte Oliven; τρύγες, Hippocr., eine Art von Lauerwein, Most aus nachgepreßten Trestern.

Greek (Liddell-Scott)

στεμφῠλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ πεποιημένος ἐκ σταφυλῶν, αἵτινες ἤδη ἐπατήθησαν, τρύγες στεμφυλίτιδες, ὁ οὕτω λαμβανόμενος οἶνος, Λατ, lorn, Ἱππ. 359. 8., 497. 8. - Ὡσαύτως στεμφυλίας, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάκυρος.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῖτις, -ίτιδος, Α
νεοελλ.
(ενν. οίνος) κρασί που λαμβάνεται από δεύτερη σύνθλιψη τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο δευτερίας οίνος
αρχ.
1. αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό
2. το αρσ. ως ουσ. αγγείο για κρασί
3. φρ. «τρύγες στεμφυλίτιδες» — ο δευτερίας οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].