πύρνος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ψωμός]]»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «τὸ [[ἀπόκλασμα]] τοῦ ἄρτου»<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>πύρνοι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ψωμός]]»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «τὸ [[ἀπόκλασμα]] τοῦ ἄρτου»<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>πύρνοι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῖτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την αρχαιότερη [[άποψη]], η λ. [[πύρνος]] προήλθε, με [[συγκοπή]], από το επίθ. <i>πῡρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πῡρός</i> «[[σίτος]]»). Προβλήματα, όμως, γεννά τόσο η δυσερμήνευτη [[συγκοπή]] όσο και η [[οξεία]] του τ. [[πύρνος]] [[αντί]] του αναμενόμενου <i>πῦρνος</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>eru</i>- «μασσώ, [[αλέθω]]» (με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>carvati</i> «[[συντρίβω]]», <i>c</i><i>ū</i><i>rna</i>- «[[αλεύρι]], [[σκόνη]]», [[καθώς]] και με τους τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>: [[πορύναν]]<br /><i>μαγίδα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαγίς]] «[[πλακούντας]], [[πίτα]]») και [[τορύνη]]<br /><i>σιτῶδές τι</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
English (LSJ)
ὁ,= ψωμός, Id.: pl., expld. by ζειαὶ κνηστώδεις, ὁ κατειργασμένος σῖτος, χόρτος or μαγίς, Id.
German (Pape)
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ψωμός»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ἀπόκλασμα τοῦ ἄρτου»
3. στον πληθ. πύρνοι
(κατά τον Ησύχ.) «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῖτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την αρχαιότερη άποψη, η λ. πύρνος προήλθε, με συγκοπή, από το επίθ. πῡρινος (< πῡρός «σίτος»). Προβλήματα, όμως, γεννά τόσο η δυσερμήνευτη συγκοπή όσο και η οξεία του τ. πύρνος αντί του αναμενόμενου πῦρνος. Κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kweru- «μασσώ, αλέθω» (με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. carvati «συντρίβω», cūrna- «αλεύρι, σκόνη», καθώς και με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ.: πορύναν
μαγίδα (< μαγίς «πλακούντας, πίτα») και τορύνη
σιτῶδές τι].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: ψωμός H.; meaning already in antiquity debated; cf. e.g. H. (s. also above): πύρνοι ζειαὶ καὶ σιτώδεις(?). η ὁ κατειργασμένος σῖτος. ἄλλοι χόρτος, ἄλλοι μαγίδα; πύρνα δρύφη, κλάσματα, σιτία.
Other forms: πύρνον acc. sg. (ο 312, ρ 12: coordinated with κοτύλήν, Lyc. 639), πύρνα (σῖτα: σῖτος) acc. pl. (ρ 362), φηγίνων πύρνων gen. pl. (Lyc. 482).
Compounds: As 1. member in πυρνο-τόκος ἄρουρα (Hymn. Is.).
Derivatives: πύρνηται ἐσθίηται H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Obsolete word without etymology. By Fick BB 16, 284 compared with πορύναν μαγίδα and τορύνη σιτῶδές τι H., to which would also belong Skt. cárvati grind, masticate with cūrṇam n. powder, flour; so IE *kʷeru- (WP. 1, 519, Pok. 642), which requires for τορύνη an older *τερύνα. In this way a.o. the υ-vowel in πύρνος remains unclear; cf. Bechtel Lex. s.v. Acc. to Szemerényi Syncope in Greek and I.-Eur. 29 ff. (with sch. Od.) syncopated from πύρινος (from πυρός wheat); for several reasons contestable. -- Furnée 370 connects the word with Basque ap(h)ur crumb, Bearn. purre small bread of mais; unreliable. But the word may well be Pre-Greek.
Frisk Etymology German
πύρνος: {púrnos}
Forms: πύρνον Akk. sg. (ο 312, ρ 12: mit κοτύλήν koordiniert, Lyk. 639), πύρνα (σῖτα: σῖτος) Akk.pl. (ρ 362), φηγίνων πύρνων Gen. pl. (Lyk. 482),
Meaning: ψωμός H.; Bed. schon im Altertum strittig; vgl. z. B. H. (s. auch oben): πύρνοι· ζειαὶ καὶ σιτώδεις(?). ἢ ὁ κατειργασμένος σῖτος. ἄλλοι χόρτος, ἄλλοι μαγίδα; πύρνα· δρύφη, κλάσματα, σιτία.
Composita: Als Vorderglied in πυρνοτόκος ἄρουρα (Hymn. Is.).
Derivative: Dazu πύρνηται· ἐσθίηται H.
Etymology: Obsoletes Wort ohne Etymologie. Von Fick BB 16, 284 mit πορύναν· μαγίδα und τορύνη· σιτῶδές τι H. verglichen, wozu noch aind. cárvati zermalmen, zerkauen mit cūrṇam n. Staub, Mehl gehören soll; somit idg. *qʷeru- (WP. 1, 519, Pok. 642), das für τορύνη ein älteres *τερύνα erfordert. Dabei bleibt u.a. der υ-Vokal in πύρνος dunkel; vgl. Bechtel Lex. s.v. Nach Szemerényi Syncope in Greek and I.-Eur. 29 ff. (mit Sch. Od.) aus πύρινος (von πυρός Weizen) synkopiert; aus verschiedenen Gründen anfechtbar.
Page 2,630-631