ἡλιώτης: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "ἡ" to "ἡ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iliotis | |Transliteration C=iliotis | ||
|Beta Code=h(liw/ths | |Beta Code=h(liw/ths | ||
|Definition= | |Definition=ἡλιώτου, ὁ, fem. [[ἡλιῶτις]], ''poet.'' ἠελιῶτις, ιδος, ([[ἥλιος]])<br><span class="bld">A</span> [[of the sun]], ἀκτῖν' ἐς ἡλιῶτιν S.''Tr.''697; ἠελιῶτις αἴγλη ''AP''7.601 (Jul.Aeg.); αὐγαί Paul.Al.''M.''3; <b class="b3">οἱ ἡλιῶται</b> [[the inhabitants of the sun]], Luc.''VH''1.17.<br><span class="bld">II</span> [[ἡλιῶτις]], ἡ, Ion. name for [[the dawn]], EM440.55. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1163.png Seite 1163]] ὁ, von der Sonne kommend, sie betreffend, von E. M. nur gebildet wegen [[ἀφηλιώτης]]. Bei Luc. V. H. 1, 17 Sonnenbewohner. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1163.png Seite 1163]] ὁ, von der Sonne kommend, sie betreffend, von E. M. nur gebildet wegen [[ἀφηλιώτης]]. Bei Luc. V. H. 1, 17 Sonnenbewohner. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />solaire ; οἱ Ἡλιῶται LUC les habitants du soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡλιώτης''': -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, ιδος· ([[ἥλιος]])· ― ἀνήκων εἰς τὸν ἥλιον, ἀκτῖν’ ἐς ἡλιῶτιν Σοφ. Τρ. 697· ἡελιῶτις [[αἴγλη]] Ἀνθ. Π. 7. 601· οἱ ἡλιῶται, οἱ τοῦ ἡλίου κάτοικοι, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 17. ΙΙ. ἡλιῶτις, ἡ, Ἰων. [[ὄνομα]] τῆς σελήνης, ὡς θηλ. τοῦ [[ἥλιος]], Ἐν. τῇ πόλει Κάρραις ὁ [[ἥλιος]] ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] Lunus, [[ὅπερ]] ἀρσεν. τοῦ Luna. | |lstext='''ἡλιώτης''': -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, ιδος· ([[ἥλιος]])· ― ἀνήκων εἰς τὸν ἥλιον, ἀκτῖν’ ἐς ἡλιῶτιν Σοφ. Τρ. 697· ἡελιῶτις [[αἴγλη]] Ἀνθ. Π. 7. 601· οἱ ἡλιῶται, οἱ τοῦ ἡλίου κάτοικοι, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 17. ΙΙ. ἡλιῶτις, ἡ, Ἰων. [[ὄνομα]] τῆς σελήνης, ὡς θηλ. τοῦ [[ἥλιος]], Ἐν. τῇ πόλει Κάρραις ὁ [[ἥλιος]] ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] Lunus, [[ὅπερ]] ἀρσεν. τοῦ Luna. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡλιώτης]], ὁ, θηλ. [[ἡλιῶτις]], ποιητ. τ. θηλ. [[ἠελιῶτις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ήλιο ( | |mltxt=[[ἡλιώτης]], ὁ, θηλ. [[ἡλιῶτις]], ποιητ. τ. θηλ. [[ἠελιῶτις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῖν' ἐς ἡλιῶτιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (αρσ. πληθ.) <i>οἱ ἡλιῶται</i><br />οι κάτοικοι του ήλιου<br /><b>3.</b> <b>θηλ.</b> ἡ [[ἡλιῶτις]]<br />ιωνική [[ονομασία]] της αυγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτης</i> ([[πρβλ]]. [[νησιώτης]], [[πατριώτης]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απηλιώτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:51, 6 February 2024
English (LSJ)
ἡλιώτου, ὁ, fem. ἡλιῶτις, poet. ἠελιῶτις, ιδος, (ἥλιος)
A of the sun, ἀκτῖν' ἐς ἡλιῶτιν S.Tr.697; ἠελιῶτις αἴγλη AP7.601 (Jul.Aeg.); αὐγαί Paul.Al.M.3; οἱ ἡλιῶται the inhabitants of the sun, Luc.VH1.17.
II ἡλιῶτις, ἡ, Ion. name for the dawn, EM440.55.
German (Pape)
[Seite 1163] ὁ, von der Sonne kommend, sie betreffend, von E. M. nur gebildet wegen ἀφηλιώτης. Bei Luc. V. H. 1, 17 Sonnenbewohner.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
solaire ; οἱ Ἡλιῶται LUC les habitants du soleil.
Étymologie: ἥλιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιώτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, ιδος· (ἥλιος)· ― ἀνήκων εἰς τὸν ἥλιον, ἀκτῖν’ ἐς ἡλιῶτιν Σοφ. Τρ. 697· ἡελιῶτις αἴγλη Ἀνθ. Π. 7. 601· οἱ ἡλιῶται, οἱ τοῦ ἡλίου κάτοικοι, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 17. ΙΙ. ἡλιῶτις, ἡ, Ἰων. ὄνομα τῆς σελήνης, ὡς θηλ. τοῦ ἥλιος, Ἐν. τῇ πόλει Κάρραις ὁ ἥλιος ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ ὄνομα Lunus, ὅπερ ἀρσεν. τοῦ Luna.
Greek Monolingual
ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α)
1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῖν' ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.)
2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται
οι κάτοικοι του ήλιου
3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις
ιωνική ονομασία της αυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + κατάλ. -ωτης (πρβλ. νησιώτης, πατριώτης).
ΣΥΝΘ. απηλιώτης].
Greek Monotonic
ἡλιώτης: -ου, ὁ, θηλ. -ιῶτις, -ιδος (ἥλιος), αυτός που ανήκει στον ήλιο, Επικ. ἠελιῶτις αἴγλη, σε Ανθ.· οἱ ἡλιῶται, οι κάτοικοι του Ήλιου, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἡλιώτης, ου, ἥλιος
of the sun, epic ἠελιῶτις Anth.:— οἱ ἡλιῶται the inhabitants of the sun, Luc.